Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Τρία σπίρτα, τρεις αλήθειες

    Έκανε κρύο φοβερό, έπεφτε χιόνι πυκνό και είχε αρχίσει να νυχτώνει· το βράδυ, το τελευταίο βράδυ του χρόνου, πλησίαζε. Αλλά παρά το κρύο και το σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι, ξεσκούφωτο και ξυπόλυτο, γύριζε στους δρόμους. Όταν έφυγε από το σπίτι της φορούσε παντόφλες, αλλά ήτανε πολύ μεγάλες, αφού ανήκαν στη μητέρα της, και της έφυγαν από τα ποδαράκια κάποια στιγμή που διέσχιζε τρέχοντας το δρόμο για ν' αποφύγει δυο άμαξες. Η μία παντόφλα χάθηκε, την άλλη την άρπαξε ένα παιδί που ήθελε να την κάνει κούνια για την κούκλα του.
  Έτσι λοιπόν το κοριτσάκι περπατούσε ξυπόλυτο και τα πόδια του είχανε μελανιάσει από το κρύο. Κρατούσε ένα ματσάκι σπίρτα στο χέρι, και στην τσέπη της φθαρμένης της ποδιάς είχε κι άλλα. Κανένας δεν είχε αγοράσει ούτ' ένα σπίρτο όλη την ημέρα, κανένας δεν της είχε δώσει μια δεκάρα. Έτρεμε από το κρύο και την πείνα καθώς σερνόταν εδώ και εκεί  το κακόμοιρο το κοριτσάκι. Νιφάδες χιονιού κάθονταν στα μακριά, ξανθά μαλλιά της, που έπεφταν χυτά σε μπούκλες ως τους ώμους της· αλλά η μικρή δεν σκεφτόταν ούτε την ομορφιά της ούτε το κρύο. Σε όλα τα παράθυρα έλαμπαν φώτα κι η μυρωδιά της ψητής χήνας έβγαινε από μερικά σπίτια: ήτανε παραμονή Πρωτοχρονιάς....
  Παραμονή Πρωτοχρονιάς και κάπου εκεί, όπως ο Άντερσεν με τόση παραστατικότητα περιέγραψε στο όμορφο παραμύθι του, σε μια μεγάλη στολισμένη πόλη περιφερόταν αυτή σαν σκιά του εαυτού της. Ήταν όμορφη με πρόσωπο και μάτια εκφραστικά, που μαρτυρούσαν κάθε σκέψη της. Είχε όλα τα καλά, ένα ζεστό σπιτικό, πολλούς ανθρώπους γύρω της. Κρατούσε, όμως,  ένα κουτάκι με τρία σπίρτα στα προστατευμένα με γάντια χέρια της που ήδη είχαν μισοσκεπαστεί από το καλοραμμένο της παλτό. Παρατηρούσε ανθρώπους που περνούσαν από δίπλα της στον χιονισμένο δρόμο  με την ευτυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους, με ανεμελιά και ευθυμία. Η ίδια, όμως, κρύωνε. Την κρύωνε η θλίψη της, η απογοήτευση που είχε δοκιμάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Είχαν εισβάλει στην ζωή της άνθρωποι  με πολύ κακία στην ψυχή τους που ήθελαν να τρέφονται από τον συναισθηματικό της κόσμο και να ρουφήξουν με δύναμη την καθαρή καρδιά της. Ύπουλες θηλυκές, κενές αρσενικές υπάρξεις. Την φόρτωσαν με λόγια εκτίμησης, της προσέφεραν ελάχιστες στιγμές επίπλαστης ξεγνοιασιάς και στο τέλος εξαφανίστηκαν αφήνοντας μία δυσάρεστη οσμή, μία αίσθηση του σάπιου. Ήθελαν να ρουφήξουν σαν βαμπίρ όποια καλή σκέψη της είχε απομείνει, να θάψουν βαθιά τα όνειρα και τις ελπίδες της. Άκουσε λόγια ταπεινά, είδε συμπεριφορές που δεν ταίριαζαν στην ευαίσθητη φύση της. Έκανε υπομονή, χατίρια και δεν μίλησε ποτέ για να ελαφρύνει την πληγωμένη της ψυχή. Ήταν τελικά τόσο αφελής ή είχε πάντα μία περίεργη πίστη στους ανθρώπους, που την περικύκλωνε σε κάθε της βήμα, σε κάθε της ανάσα; 
   Ξαφνικά ήθελε να ζεσταθεί και άναψε το πρώτο σπίρτο. Έβγαλε μία ζωηρή, ζεστή φλόγα και τότε σα να φωτίστηκαν όλα. Έλιωσε αμέσως το χιόνι και βρέθηκε σ' έναν κήπο με κόκκινα τριαντάφυλλα και μικρά αγάλματα με την μορφή παιδιών να την χαιρετούν. Άπλωσε το χέρι της και άγγιξε τ' αγάλματα. Αυτά ζωντάνεψαν και με τις χαρούμενες παιδικές φωνές τους της τραγούδησαν και της χάρισαν όλα τα λουλούδια. Όλα τα τριαντάφυλλα κάλυψαν το παλτό της.  Έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια της, μέχρι που έσβησαν την φλόγα... 
    Συγκινημένη άναψε το δεύτερο σπίρτο. Ξαφνικά μπροστά της απλώθηκε η θάλασσα. Ήταν τόσο γαλήνια και ήρεμη που μόνο ο ελαφρύς παφλασμός των κυμάτων ακουγόταν που την παρέσυρε σ' ένα ρυθμό αργού χορού. Ήθελε να χορέψει, να πέσει στο νερό και να χαθεί σε αυτή την ομορφιά που δεν συγκρινόταν με όλα τα έργα των κλασσικών. Έσκυψε και έπιασε την ζεστή άμμο που ήταν στολισμένη με μικρά πολύχρωμα κοχύλια. Αυτά, ευθύς, άστραψαν και ο ήλιος τα μεταμόρφωσε σε μικρούς κρυστάλλους που έλαμπαν τόσο, ώστε να μην βλέπει πια. Μαγεμένη πάτησε το νερό, το οποίο έγινε ακόμα πιο γαλάζιο, πιο βαθύ και απ' αυτό του ουρανού. Το σπίρτο, όμως, έσβησε...
   Της είχε μείνει άλλο ένα και μοναδικό. Ακόμα κρύωνε, όχι όμως τόσο πολύ πια. Δεν το σκέφτηκε καθόλου και το άναψε. Μπροστά της εμφανίστηκε ένας άγγελος με άσπρα φτερά μεγάλα, με μία κορμοστασιά που θα ζήλευαν κι αγάλματα, με μάτια τόσο βαθιά μπλε όσο η θάλασσα και ο ουρανός που λίγο πριν είχε αντικρίσει. Ασάλευτη έμεινε να τον κοιτάζει, να θαυμάζει αυτή την τελειότητα, που η φλόγα της είχε χαρίσει. Ο άγγελος με ένα βλέμμα προστασίας την αγκάλιασε και την πήρε μαζί του κάτω από τα φτερά του. Είχαν ήδη φύγει μακριά και ίσως ήταν ο τελευταίος μεγάλος ανεξερεύνητος ορίζοντας που την καλούσε να ξαναγεννηθεί, που την έσπρωχνε σε μία διάσταση τόσο ελκυστική, τόσο ονειρική. Σε μία διάσταση που δεν είχε ποτέ φανταστεί ότι μπορούσε να υπάρχει, όπου κατοικούσαν όλες οι δυνάμεις, όλα τα συναισθήματα, όλες οι φανερές, οι κρυφές σκέψεις. Ήταν η  ελευθερία, η μαγεία,  το φως, που μόνο εκεί έβλεπε τον σκοπό της, η δημιουργία. Η δημιουργία μίας αίσθησης και η πλήρης απελευθέρωση του πνεύματός της. Δώρο από τον άγγελό της, τον προστάτη της. Το σπίρτο αυτό δεν έσβησε ποτέ…..
    Ίσως να υπάρχουν  πολλές ψυχές εκεί έξω έχουν ανάγκη τα τρία σπίρτα, όπως η μικρή τραγική ηρωίδα του Άντερσεν. Ο ένας μπορεί να θέλει πραγματικά να ζεσταθεί, ο άλλος να δει αυτό το κάτι διαφορετικό, που θα λιώσει ίσως την παγωμένη του σκέψη ή θα επανεκκινήσει τους χτύπους της καρδιάς του. Για τον καθένα μπορεί να λειτουργεί διαφορετικά, μα ίσως να υπάρχει μία ερμηνεία αποδιδόμενη σε τρεις λέξεις. Αισιοδοξία, τόλμη και συναίσθημα. Τρία σπίρτα, τρεις φλόγες, τρεις αλήθειες….γιατί η ζωή μία φορά έρχεται, όχι δεύτερη!

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

Ξέσπασμα (απόσπασμα)

".....Όλα στη ζωή ήταν στρωμένα, στην εντέλεια. Με εμφάνιση καταπληκτική, εργασία με κοινωνικό status, με προσωπική ζωή πετυχημένη, με οικογένεια αξιοζήλευτη, με άνετη οικονομική κατάσταση. Με σύντροφο, που κάποτε υπήρξε ο μεγάλος έρωτας. Δυναμική προσωπικότητα, με πυγμή, κοινωνικότητα και άμεση επιβολή. Με όλα τα ατού μίας ανθοστολισμένης πορείας, με λέξεις που προσδιορίζουν την έννοια της καλής τύχης. που δύσκολα μπορεί να υπάρξει στη σημερινή εποχή και σίγουρα ο θεός την έδωσε ως δώρο. 
 Στον όμορφο αυτό δρόμο, παρ' όλες τις δυσκολίες, που άπτονταν της καθημερινότητας και ήταν άμεσα αντιμετωπίσιμες, υπήρχε η πεποίθηση ότι τίποτε δεν θα τον χαλάσει. Γιατί ήταν φτιαγμένος από γερά υλικά που καμία άλλη δύναμη ή βούληση θα έσειε έστω και ένα εκατοστό του. Ήταν;
  Ναι. έτσι ήταν η ζωή της και η ζωή του. Με ενδιαφέρον, δυναμισμό, συντροφικότητα και όλα τα υπέροχα...έως τότε. Τότε που τον είδε για πρώτη φορά μπροστά της και άθελά της, λύγισαν τα πόδια της. Τότε που την είδε και της έκοψε τα λόγια, που δεν μπορούσε ν' αρθρώσει ούτε μία λέξη, που πάγωσε, που έτρεμε κι ας είχε την φήμη της θαρραλέας. Σα να την χτύπησε κεραυνός και δεν μπορούσε να συντονίσει καμία κίνηση του σώματός της. Σα να ήρθε ένα χέρι να διαγράψει ό,τι είχε μάθει για την ζωή, ό,τι είχε λατρέψει, όποιο δεδομένο την καθόριζε. Ο νους της κυριεύτηκε από την αύρα του. Το έντονο αυτό συναίσθημα δεν περιγραφόταν ούτε με λέξεις, ούτε με εικόνες, ούτε  με την αίσθηση του να τον αισθάνεται και να πρωταγωνιστεί στα όνειρά της. Την παρέλυαν οι μύχιες σκέψεις της, την παρέλυαν τα μάτια του, την παρέλυε το μη. Το μεγάλο του μη, που έβγαινε από κάθε κίνησή του, από κάθε βλέμμα της. Ήταν τόσο ηλεκτρισμένη η ατμόσφαιρα που δεν μπορούσε ούτε να τον κοιτάζει,  γιατί την μάγευε, την ξεσήκωνε, της μιλούσε, έστω και αν δεν του έβγαινε ούτε μία λέξη, αλλά ο νους του μίλαγε.
Η καρδιά της ήταν βέβαιο ότι δεν θα ξαναχτυπούσε με τέτοια δύναμη. Τον λάτρεψε χωρίς να το ξέρει, χωρίς να τον ξέρει, έστω και αν την αγνοούσε, έστω και αν ο ίδιος φοβόταν περισσότερο απ' όσο αυτή πάλευε την ύπαρξή της....
Δεν ήξερε πώς θα καταφέρει να την δει, να την προσέξει, να την προσεγγίσει. Τον σκεφτόταν κάθε ώρα κάθε λεπτό. Της έγινε εμμονή μία και μόνο σκέψη. Να του μιλήσει, να τον νιώσει από κοντά, να τον μυρίσει, να καταλάβει.
Ήταν αλήθεια όλα όσα αισθανόταν, όσα την παρέλυαν, όσα την τρέλαιναν, ότι υπήρχε, ότι είχε την τύχη να τον γνωρίσει; Ένα μεγάλο ερωτηματικό στην ίδια και στην μέχρι τότε ζωή της. Το μεγάλο ερωτηματικό του έρωτα να την κυνηγά, αφού έως τότε το είχε ξεχάσει. Eίχε ξεχάσει να ονειρεύεται, να μιλά, να τολμά, να γεύεται, να ερωτεύεται το ωραίο, το κάτι διαφορετικό.
   Είχαν μία στρωμένη, αλλά στολισμένη γεμάτη υποκρισία και λογοκρισία ζωή. Δεν τους επιτρεπόταν να αναπνεύσουν, δεν τους επιτρεπόταν να θέλουν. Το να θέλουν ήταν το μη, το μη το δικό της, το μη το δικό του, το μη όλων τους που τους εμπόδισαν να είναι μαζί. Ήθελαν. Ποθούσαν ο ένας τον άλλον, αλλά δεν τολμούσαν. Γιατί οι αγκυλώσεις τους σταμάτησαν, τους έπνιξαν μέσα στην ίδια τους απελπισία. Γιατί τα κοινωνικά μικρόβια τους χτύπησαν. Γιατί τους έμαθαν να ζουν χωρίς τόλμη και με την φόρτιση από τις ανάγκες των άλλων! Γιατί κάποιοι  ενοχοποίησαν την απόλαυση, τον έρωτα, την ανάγκη να είναι μαζί και να είναι ελεύθεροι.
Και αυτό γιατί ελευθερία αισθήσεων και απολαύσεων, χωρίς αποδοχή της ίδιας της ύπαρξης, δε νοείται.
Δε νοείται βασανισμός των σκέψεων και έλλειψη πρωτοβουλίας.....
Δε νοείται οτιδήποτε  καταδικάζει την αύρα των συναισθημάτων, τον αυθορμητισμό, τον πόθο, την κόλαση, τον έρωτα......."

(ξέσπασμα....απόσπασμα)

  

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Μια εικόνα; Ίσως!

  Ίσως, κάπου κάποτε να έγιναν όλα αυτά. Ίσως και όχι. Ίσως, η τόσο ήρεμη τάξη των πραγμάτων, η τόση σιγουριά ότι όλα θα κρατούσαν, ότι τίποτε δεν θα τάραζε τα νερά, δημιουργούσαν ψευδαισθήσεις και έκρυβαν αλήθειες για τα καλά στα ενδότερα της ψυχής.
  Ξεκίνησε σαν ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι του μυαλού, που αν σχηματιστεί η ιδεατή εικόνα, γίνεται τόσο ενδιαφέρον, τόσο μαγικό, αλλά και εξίσου βασανιστικό. Γιατί έχεις ν' ακολουθήσεις μία διαδρομή. Γι αυτήν που περιμένεις ώρες το τρένο, για να περάσει, με επιβάτη εσένα, μέσα από πολύχρωμες σπηλιές, άγρια δάση, μεθυστικούς επίγειους παραδείσους. Το παιχνίδι γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον, όμως, όταν στην ιδεατή αυτή φανταστική εικόνα αρχίζει να μιλά η διαίσθηση, όταν η τηλεπάθεια, με αποδέκτη ένα διαφορετικό μυαλό, παίζει πια με τους δικούς της κανόνες. 
  Έφτανε μόνο μία θεϊκή σύνθεση μελωδίας, ένας ήχος γοητευτικός, για να αισθανθεί ότι η εικόνα του την επηρέαζε. Την επηρέαζε χωρίς να το καταλάβει. Δύο φορές όλες κι όλες τον είχε συναντήσει. Και αυτές πάντα κρατώντας τον τυπικό χαιρετισμό μίας κυρίας της καλής κοινωνίας, χωρίς να του δώσει το παραμικρό έστω και ελάχιστο ενδιαφέρον, όσο και να την τσίμπαγε ή να την βασάνιζε το εάν. Δίσταζε να του μιλήσει. Αισθανόταν ανασφάλεια, έχανε τα λόγια της, με τα οποία περίτεχνα χειριζόταν την ζωή της, έτρεμε όταν τον έβλεπε. Τον φοβόταν; Φοβόταν αυτό που θα ακολουθούσε, αν τυχόν ξεχνούσε την πόρτα του μυαλού της ανοιχτή και άφηνε να διαφανεί σαν αέρινη κουρτίνα η σκέψη της που είχε γραμμένη το όνομά του. Κρατούσε επτασφράγιστο μυστικό την σκέψη της γι' αυτόν. Δεν έπρεπε να την καταλάβει. Δεν έπρεπε. Ανάμεσα στους δαίμονες με αγγελική μορφή κρυβόταν, τυραννιόταν, έπλαθε ιστορίες με πρωταγωνιστή αυτόν. Επιθυμούσε πολύ η εικόνα του να ζωντανέψει δίπλα της, να την αγγίξει, να την εξερευνήσει, να την απολαύσει. Μα πώς θα γινόταν κάτι τέτοιο, όταν ο ίδιος της ο εαυτός της είχε απαγορεύσει μία και καλή να μην κοιτάζει την εικόνα του; Όταν το περιβάλλον της γινόταν καταπιεστικό, όταν όλοι την παρακολουθούσαν μήπως στραβοπατήσει, όταν οι αλυσίδες έσφιγγαν και την κρατούσαν κλειδωμένη σ' ένα πέτρινο γκρίζο κάστρο; 
  Έπρεπε, επιτέλους, να παίξει το παιχνίδι που το μυαλό της είχε δημιουργήσει, προκειμένου να ζήσει επιτέλους αυτό που ονειρευόταν. Να έχει την εικόνα του δίπλα της, έστω για μία στιγμή, να έχει την ευκαιρία να τον ακουμπήσει χωρίς τα μάτια, τον φόβο, το ανελέητο κυνηγητό της μικροαστής πραγματικότητας. Πώς θα το κατάφερνε αυτό; Και αν όλα όσα αισθανόταν ήταν μία αυταπάτη ή ακόμα ένα αποκύημα της φαντασίας της; Τουλάχιστον, θ' απελευθερωνόταν από την εικόνα του, παρ' όλο που στην ψυχή της το κενό θα μεγάλωνε και ίσως ν' αναζητούσε μία άλλη εικόνα. 
  Η τελική απόφαση είχε παρθεί. Έπειτα από μία γερή δόση μελωδίας, που συνήθως την ακολουθούσε στα όνειρά της, έδωσε διακριτικά το στίγμα της ότι βρισκόταν μόνη σ' ένα μέρος μακριά, αλλά τόσο κοντά για όποιον ήθελε να την βρει. Και ήλπιζε να την βρει αυτός. Τον ζητούσε. Δίψαγε να του μιλήσει, να την προσέξει, να την κοιτάξει, να την αγγίξει, να την πάρει μακριά από όλους και όλα. Ήταν ρίσκο, γιατί η ανταπόκριση δεν είναι έννοια δεδομένη και τα μηνύματα δεν είναι πάντα τόσο σαφή.  Δεν την ένοιαζε, όμως, πια. Το είχε αποφασίσει. Θα παραδεχόταν την ήττα της.
  Αφού αφιέρωσε χρόνο στην εμφάνισή της, μιας και αυτό ήταν φυσικό της προσόν, και φρόντισε να γίνει όσο πιο ελκυστική μπορούσε, περπατούσε αργά στα σοκάκια της πόλης τρέμοντας ότι είχε προκαλέσει άσχημα την τύχη της. Τα τακούνια της χτυπούσαν το έδαφος γρήγορα και ρυθμικά, όπως εξάλλου είχε αρχίσει και η καρδιά της να συντονίζεται στο βήμα. Μπήκε στον χώρο, που με διακριτικότητα του είχε μαρτυρήσει, και περίμενε. Με αμηχανία παρήγγειλε ένα ποτό, τόσο δυνατό, που ήλπιζε ότι με αυτό θα σταματούσε, αμέσως, το ρίγος που την είχε κυριεύσει. Το βλέμμα της έπεσε πάνω σε ένα κερί στολισμένο με λουλούδια, που τρεμόπαιζε σαν την αγωνία της. Η ώρα κυλούσε χωρίς καμία εξέλιξη. Είχε πλέον απογοητευτεί. Είχε αρχίσει να μαλώνει το μυαλό της που το άφησε αχαλίνωτο, που του επέτρεψε να φτιάξει εικόνες. Μάλωνε την ίδια της την φύση, που αφέθηκε σε μία εικόνα, που παρασύρθηκε από ένα όνειρο χωρίς να έχει την παραμικρή ελάχιστη απόδειξη, το παραμικρό ελάχιστο σημάδι ενδιαφέροντος ως προς αυτήν.
  Μετά το πρώτο ποτό, ακολούθησε ένα δεύτερο δυνατότερο κόκκινο κρασί για να την παγώσει, για να μην αισθάνεται τίποτα και να ξεχάσει το μεγάλο της φιάσκο. Εκεί κύλησε ένα δάκρυ στο μάγουλό της τόσο ζεστό, όσο και η εικόνα που είχε πλάσει γι αυτήν και αυτόν. Το κερί κόντευε να σβήσει, όπως και η ίδια. Με όση δύναμη της είχε απομείνει, σήκωσε το βλέμμα της προς τον μπαρτέντερ, ο οποίος κυριολεκτικά την είχε συμπονέσει βλέποντάς την να μαραζώνει, να χάνει και το τελευταίο χρώμα που της έδωσε ο θεός. Γυρίζοντας προς την τσάντα της και με τα όνειρα χαμένα, ένα χέρι την ακούμπησε στην πλάτη. Έστριψε ξαφνικά τον κορμό της και τον είδε. Στεκόταν εκεί μπροστά της, ψηλός, όμορφος με διαπεραστικά μάτια, με την τόσο σαγηνευτική αύρα του να την κοιτά, να την ακουμπά, να την αγκαλιάζει. 
"Το μυστικό μας είναι ασφαλές." 
"Κανείς δεν θα μπει στον κόσμο μας"
"Δεν θα ζούμε μία ζωή με φόβο"
 Τρεις προτάσεις που επιβεβαίωσαν τις σκέψεις της, που δεν πρόδωσαν το μυαλό της, την εικόνα της γι' αυτόν. Είχε πια την ευκαιρία να τον αγγίξει, να τον αγκαλιάσει, να τον πάρει μακριά και να δει τα μάτια του να λάμπουν ακόμα παραπάνω. Ήρθε η ώρα ν' αφήσει για τα καλά πίσω της το παιχνίδι του μυαλού και να ζήσει μαζί του. Να ζήσει μαζί του τόσο δυνατά, τόσες ώρες, τόσες στιγμές, όσο ο θεός Έρωτας της επέτρεπε, όσο το χάος θα έφερνε την αρμονία, την κόλαση, τον παράδεισο, την πραγματική επιθυμία....... 
   
Μία εικόνα, χίλιες σκέψεις, συναισθήματα που ξεπηδούν σαν τρελά. Πώς μπορούμε να ξέρουμε, αν όλα είναι αλήθεια ή απλά ένα παιχνίδι του μυαλού; Απάντηση καμία. Σςςςςς. Ίσως θέλει τόλμη, ρίσκο και προσπάθεια. Ίσως; 
Δεν ξέρω.  Ίσως...πολλά ίσως! (to be continued)  

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

15 μέρες 15 ώρες 15 λεπτά

Ήταν να μην πέσει πάνω του. Η μοίρα, ίσως, της έκρυβε μία έκπληξη, ένα γερό παιχνίδι, που τότε με τίποτα δεν μπορούσε να φανταστεί...
"Εσείς τί θα πάρετε, δεσποινίς"; Κάτι που ήχησε στ' αυτιά της `Ελλης σαν κρύσταλλο που έδινε τον πιο γοερό του τόνο, καθώς μόλις είχε κλείσει τα σαράντα και η λέξη "δεσποινίς" την ξύπνησε. Δεσποινίς ετών σαράντα, με ήδη τρία παιδιά στο ενεργητικό της, έναν γάμο κοινωνικά αποδεκτό και με μία θέση, που άλλοι θα σκότωναν για να την αποκτήσουν. Στέλεχος σε πολυεθνική εταιρία με μηνιαίο μισθό τριπλάσιο ενός συνηθισμένου, του δημοσίου υπαλλήλου ας πούμε, στα χρόνια της κρίσης. Μένοντας σε ένα σπίτι πολυτελές, με καναπέδες περίτεχνους, με πίνακες που μαρτυρούσαν την Γαλλική Επανάσταση των αισθήσεων, με τον σουρεαλισμό και τον ρεαλισμό μιας άλλης εποχής! Με κάθε άνεση που η ζωή απλόχερα της είχε χαρίσει, δε νομίζω ότι θα σκεφτόταν ποτέ τα όσα θα ακολουθούσαν εκείνο το δεκαπενθήμερο, το πιο απίθανο, από κάθε άποψη, δεκαπενθήμερο της ζωής της. 
   Σηκώνοντας το κεφάλι προς τα επάνω για ν' απαντήσει σ' αυτό το "δεσποινίς", καθώς την είχε κουράσει ήδη η πολυλογία με την αιώνια, αλλά πάντα δίπλα, φίλη της, ξαφνικά αντίκρισε ένα πρόσωπο τόσο αθώο, τόσο όμορφο, έναν νέο άνδρα που ξεχώρισε, χωρίς να τον έχει δει, για την γεμάτη καλοσύνη φωνή του. Ήταν ένα τόσο ντροπαλό αγόρι, που της χαμογέλασε αμέσως, που το πρόσωπό του φώτιζε από τη δύναμη των ματιών του. Τα μάτια του θύμιζαν την θάλασσα που μόλις είχε ηρεμήσει από τρικυμία και είχαν κλέψει το βαθύ της μπλε, που προμήνυε ότι τίποτε δεν ήταν όπως φαινόταν. Ναι, την είχε μαγέψει με το βλέμμα του, με το μπλε της αβύσσου, με το μπλε που πάντα ηρεμεί και ταυτόχρονα ταράζει. Με ένα μπλε που ίσως την σημάδευε για πάντα; Ποιος ήξερε;
  Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, όπως ήταν μοιραίο, και ευθύς  η ύπαρξή της ένιωσε να κάμπτει όλες τις αντιστάσεις της, να παραλύει κυριολεκτικά τα μέλη της. Μόνο με μία ματιά. Με την μπλε του ματιά. Σηκώθηκε με αμηχανία και πλήρωσε χωρίς να πει γιατί. Γιατί ήθελε να φύγει τρέχοντας, γιατί έβλεπε ότι ένας δαίμονας με την όψη αγγέλου την πλησίαζε, μία κόλαση, ένας πειρασμός, στον οποίο δεν θα είχε αντίσταση καμία. Και έφυγε τρέχοντας  με την ανασφάλειά της να την κυνηγά, με την σκέψη στο οικοδόμημά της, στην ασφάλειά της. Ήταν εντελώς λογικό τις επόμενες ώρες να επέλθει επικοινωνία μέσω του φοβερού κοινωνικού δικτύου, καθώς έσπευσε να τον κάνει "φίλο", πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα την προσέξει.....γιατί η επικοινωνία πια η αληθινή είχε χαθεί στον κόσμο της δυαδικής γλώσσας, στον κόσμο της ντροπής, της ανασφάλειας.
Δεν την αγνόησε, όμως! Και αυτό ήταν το πρώτο γερό χτύπημα στην ήδη ανοιχτή πόρτα της ψυχής της..... Τον περίμενε; `Ισως!!!
Ίσως και όχι. Ενδόμυχα πάντα τον ήθελε και δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί. Της "έκλεισε το μάτι" με κάποια συνηθισμένα "like", που πλέον το "like" τείνει ν'αντικαταστήσει  το σε θέλω, το μου αρέσεις, το σε ποθώ. Τόσο απλό πια; Το ένα like τόσες σημασίες; Σημασίες σε λέξεις που κάποτε έκαναν την ζωή πιο μυστήρια, πιο γοητευτική......
  Και δεν έχασε καιρό. Το ένα like έγιναν πολλά και αποφάσισε να πάει να τον βρει. Δεν άντεχε μακριά από τα μάτια του, από το τόσο ευγενικό και χαμογελαστό του πρόσωπο, το τόσο γοητευτικό σχεδόν παιδικό χαμόγελό του....Ναι τον είχε ερωτευτεί! Με μία ματιά και με πολλά like! Σφάλμα; Ισως! Αφού τον βρήκε, την υποδέχτηκε με αγκαλιές λες και την ήξερε χρόνια, λες και διψούσε να την δει, λες και ήθελε να κρατηθεί από πάνω της και να μην ξεκολλήσει ποτέ. Την κάλεσε με αυθορμητισμό σπίτι του και της πρόσφερε τέτοια τρυφερότητα μόνο με την ματιά και το άγγιγμά του εκείνη τη στιγμή, λες και ήθελε για πάντα να την πάρει μαζί του και να την ανεβάσει στο σπίτι των μεγάλων θεών προσφέροντάς της αμβροσία όσες ώρες θα την είχε αιχμάλωτη ενός ονείρου, που δεν θα τελείωνε.....
Πράγματι, αψηφώντας όλες τις αναστολές της, όλους του φόβους της, τον περίμενε και τον ακολούθησε σε ένα μέρος, το σπίτι του, μπλε σαν τα μάτια του, σαν την ανάσα του, σαν το άγγιγμά του, σαν τον ίδιον, τόσο όμορφο όσο και αυτό που έβγαινε, όταν ήταν δίπλα του. Η νύχτα ήταν τόσο δυνατή, τόσο ατέλειωτη με το να κάνουν ασταμάτητα έρωτα, κοιτάζοντάς τον πάντα στα μάτια. Την είχαν κυριολεκτικά αιχμαλωτίσει σε μία πανδαισία συναισθημάτων, μία ορμή, που μόνο αυτή ένιωθε σαν χείμαρρος να την τυλίγει και να την παρασέρνει σε άλλους κόσμους. Ήταν ο μπλε της χείμαρρος, η εικόνα ενός αγγέλου που τόλμησε να αγκαλιάσει, να πιάσει τα φτερά του και να πετάξει μαζί του σε ένα άλλο σύμπαν, που δεν θα υπήρχε κανείς να τους κρίνει ή να τους προδώσει; Να τους κρίνει; Ναι δεν ήταν και το ιδανικότερο για το μυαλό κοντόφθαλμων ανθρώπων μία "δεσποινίς" ετών σαράντα να έχει ερωτευτεί έναν άνδρα σχεδόν εικοσιεννιά. Έντεκα χρόνια διαφοράς, έντεκα λόγοι για να γίνουν εύκολα αντικείμενο φτηνού σχολιασμού και αστεϊσμού.
Τίποτα δεν τους πτόησε. Κράτησαν τον έρωτά τους για δεκαπέντε ημέρες ακριβώς σε μία γυάλα, σε ένα σύννεφο που δεν θα τους πείραζε κανείς, δεν θα ένιωθαν ίχνος παραβίασης. Της μυστικής της ζωής με τον γάμο της και τα γαλάζια μάτια του, της μυστικής του ζωής με την παύση από την πιεστική σχέση του και το κορμί της που τον πότιζε χυμούς!
Γιατί μόνο δεκαπέντε μέρες; Γιατί ξαφνικά ο μικρός γαλάζιος θεός, ο άγγελος με το απίστευτα όμορφο χαμόγελο ξαφνικά έφυγε. Απομακρύνθηκε. Της παρίστανε τον αδιάφορο, λες και η σχέση τους θα τον παγίδευε σε κάτι που δεν μπορούσε να διαχειριστεί. Και τί είχε να χάσει, μήπως; Τα παιδιά ή έναν καλό γάμο ή μία αξιοζήλευτη εργασία; Τίποτε από όλα αυτά. Φρόντισε, όμως, να μη χάσει το ναρκισσισμό του,  να μην ταπεινωθεί στα μάτια της ανιαρής πιεστικής σχέσης του, στη συνήθεια της ανούσιας έως τότε ζωής του. Νύχτα, κορίτσια και μία ξανθούλα να γεμίζει τις άχαρες ατέλιωτες ώρες που νόμιζε ότι ζούσε. Δεκαπέντε μέρες του αρκούσαν να αλλάξει, να αρχίσει να ψάχνει την ουσία; Απάντηση δεν θα δοθεί ποτέ.
   Μπορεί και αυτή να είχε ανούσια, κατ' αυτόν ζωή,  αλλά θυσίαζε πολλά περισσότερα με το να βρίσκεται δίπλα του. Θυσίαζε τους κόπους της, τα παιδιά της, την σταθερότητά της...μόνο για τα μάτια του.......
      Λένε πως ο έρωτας είναι τυφλός, ότι δεν προειδοποιεί, ότι έρχεται με την μορφή μικρού φτερωτού αγγέλου που χτυπά αλύπητα όποιον βρεθεί στον διάβα του.... Μου έκαναν εντύπωση τα μάτια του, η δύναμή της. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος, διαφορά ηλικίας ή όχι. Τα μάτια του, άκρως ερωτεύσιμα, το κύρος της, άκρως εντυπωσιακό. Δεν θα κρίνω κανέναν, δεν υπάρχει κριτής και κρινόμενος. Υπάρχει από αυτήν ένα τρομακτικό συναίσθημα, που στηρίχτηκε στα μάτια, στο χαμόγελο, στην απόλυτη επιβεβαίωση και στη δίνη σκέψεων που δεν τολμούσαν να ειπωθούν. Υπάρχει από την πλευρά του ένας άκρατος ενθουσιασμός, ένας θαυμασμός, μία επιβεβαίωση, μία δειλία. Δειλία ναι, καλά ακούσατε. Και αυτό, γιατί δεν είχε το θάρρος να της πει ευθέως τα όσα ένιωθε είτε αρνητικά είτε θετικά. Την άφησε σε δεκαπέντε μέρες γεμάτη ερωτηματικά, για δεκαπέντε ώρες χωρίς καμία απόκριση, για δεκαπέντε λεπτά να την κοιτά σαν ένα τρομαγμένο μικρό αγγελούδι που με τα γαλάζια του μάτια δεν θα την ξεχνούσε ποτέ, όσο και αν το ήθελε.........

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

Πόσο;

Ξέρεις γιατί μία ζωή θα δακρύζω? Γιατί με σημάδεψες, ενώ δεν το περίμενα. Με σημάδεψες, όταν μου χάρισες το πιο όμορφο χαμόγελο, τις πιο όμορφες κουβέντες, την πιο μεγάλη έλξη στο ζενίθ της, το πάθος σε όλο του το μεγαλείο, την τροφή για σκέψη απλόχερα, αλλά και την πιο μεγάλη στεναχώρια, όταν σε έδιωξα.
 Σε έδιωξα; Ναι με την λογική να έχει τον πρώτο λόγο.  Σε μία στιγμή της ζωής μου απολύτως ισορροπημένη... Με όλα τα συνακόλουθα σε μία "τάξη" εικονική, σε μία "τάξη" του καθωσπρεπισμού και της κοινωνικής αποδοχής. Σε μία ζωή που όλοι θα ζήλευαν και θα την απολάμβαναν. Εγώ δεν είμαι "αυτοί οι πολλοί", αλλά εγώ....Δεν την απολάμβανα, γιατί απουσίαζε η φλόγα, το πάθος .......ή ίσως δεν είχα μάθει και ποτέ μου να την απολαμβάνω.... Λάθη άλλων που πληρώνω εγώ, λαβώνοντας τον συναισθηματικό μου κόσμο με την αυτοκαταστροφή ως λάβαρο!!!! Άπειρες ώρες σκέψεων, άπειρες ώρες αναθέματος. και αυτό για ένα  μόνο λόγο. Το ότι είχα την ικανότητα να μην κρύβω συναισθήματα, να  μην υποκρίνομαι, πράγμα που το πελεκούσα μέρα με την μέρα.....ώρα με την ώρα  και ήταν  ό,τι πιο αντιφατικό και ό,τι χειρότερο μου έκανα.... με έθαψα. Η αξία της αυτοκαταστροφής!!!! 
    Με πελέκησα και δεν έβγαλα το μεγάλο μου ατού....Τα αυθόρμητα συναισθήματα, που δεν έχουν όνομα. Είναι μόνο όσα, με την έντασή τους και την ετυμηγορία τους, έχουν την ορμή να μας γεμίζουν και να μας οδηγούν στον παράδεισο, αλλά, όμως, αντιστεκόμαστε. Μένουμε στην φυλακή μας και γυρνάμε συνειδητά πλάτη στην μαγεία, στο παραλήρημα της πληρότητας.
Kαι τί είναι η πληρότητα; Υποκειμενική, ίσως, ως έννοια, αλλά αντικειμενικά σημαίνει ευτυχία! Και γιατί δεν μπορείς να βρεις την ευτυχία ή την πληρότητα από πολύ μικρά και ευχάριστα πράγματα ή σε όσα έως τώρα έχεις πετύχει? Δεν θα αποκαλέσω αχάριστους όσους δεν μπορούν ή δεν το έχουν  καταφέρει. Ούτε εγώ που σας τα λέω, έχω καταφέρει να τα φέρω στην επιφάνεια και εκεί που τους αξίζουν!!!!
Ο μεγάλος εφιάλτης είναι ο φόβος που ως τραγικός πρωταγωνιστής μας επιτίθεται και χτυπά ανελέητα. Ο φόβος είναι απειλή, σταματά και στο τέλος σε στέλνει εκεί που δεν μπορείς να ανασυγκροτήσεις.... Δυνάμεις?  Θέληση? Η σπηλιά του φόβου άπλετη......
Με αφορμή εσένα τα είδα όλα τόσο καθαρά, τόσο ωμά, τόσο στυγνά...τον έρωτα, το πάθος, την λαχτάρα, την στεναχώρια, την απογοήτευση......
Δεν σου αφιερώνω αυτές τις σκέψεις μου, αλλά το έναυσμα που μου έδωσες να δω.....
Να δω ότι έχω πλήρη ανικανότητα ν απολαύσω τα μικρά, τα ευχάριστα.....και ίσως ανικανότητα για μία μικρή αληθινή πραγματικότητα......την πραγματικότητα του να θέλω και να είμαι ζωντανή;
Αλλά, εσένα δεν σε ξεχνώ, για τα όσα δυνατά είχαν την ευκαιρία ν' αποδράσουν και ίσως να μην έχουν άλλη ευκαιρία να ξαναβγούν στην επιφάνεια.....και να βγουν στον δρόμο της τόλμης.
Και μετά απ' αυτό νιώθω πλήρης....ευτυχισμένη, έστω και αν εγώ πήρα αναπόφευκτα και συνειδητά τον άλλον δρόμο.Τον δρόμο της σιγουριάς, της αυταπάτης, της αυτοσυντήρησης, της ηρεμίας.....
Γιατί εσύ ήσουν εσύ....και δεν με σημάδεψες λες;
Κάποια πράγματα έρχονται μία φορά ....ή μένουν ή φεύγουν.......
Ήμουν τυχερή, έστω κι αν δεν έμειναν.......
Μόνο το ότι φαντάστηκα, πώς θα ήταν, μου αρκεί...μου αρκεί για μία ζωή......και εσύ ας το πέρασες έτσι, δεν με στεναχωρεί....
Είμαι πλήρης!!!!
Ευχαριστώ! 
Ξέρεις πόσο;
(Γράμμα ......κεφ. 6)

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Κότες

Πόσες φορές σας δόθηκε η ευκαιρία να δείτε στον δρόμο κοτούλες στρουμπουλές, που  περπατούν καμαρωτές, που κακαρίζουν,  που τσιμπιούνται και στο τέλος τ' αυγουλάκια τους γίνονται ομελέτα; Γελάτε; Ίσως νομίζετε ότι σας κοροϊδεύω; Σας ρωτώ ξανά. Πόσες; `Ημουν σίγουρη ότι η πρώτη αυθόρμητη απάντησή σας θα ήταν "μα...καμία"!!! Και είναι λογικό, αφού το μυαλό σας πήγε αμέσως στα αθώα άκακα ζωάκια, που ζουν ευτυχισμένα στο κοτέτσι τους και προσφέρουν στον άνθρωπο , αν μη τι άλλο, τον εαυτό τους ως θεσπέσιο γεύμα.
Σας απαντώ, όμως, ότι  κότες, που περιφέρονται, ανάμεσά μας υπάρχουν.
   Προφανώς και μιλώ για τις κότες της σύγχρονης κοινωνίας, για όλες εκείνες τις κυρίες που σου έρχεται να τις μαδήσεις, γιατί με το ελάχιστο μυαλό και την απίθανη βλακεία τους καταφέρνουν σε δευτερόλεπτα να σε μετατρέψουν από γλυκιά ύπαρξη σε οργισμένο πύραυλο. Είναι οι κυρίες που η πορεία τους χαρακτηρίζεται από μία μόνο λέξη. Επίδειξη. Από την ώρα που "έσπασε" το αυγό και βγήκαν στην ζωή,  αναλώθηκαν σε ένα μόνο στόχο. Να φτάσουν ή και να ξεπεράσουν την Μαντάμ Σουσού !!! Ρηχές σε όλα τα επίπεδα. 
   Η τυπική ημέρα μιας σύγχρονης κότας ξεκινά με το πώς θα στολιστεί. Προτιμά φανταχτερά ρούχα, πάντα γνωστών σχεδιαστών, για να σκάσουν από ζήλια οι έτερες αξιότιμες κότες φίλες της. Σειρά έχει ο καφές, στην περίπτωση, βέβαια, που είναι ανεπάγγελτες. Σε αυτόν τον δόλιο καφέ, που αλίμονο αν βρίσκεσαι σε διπλανό τραπέζι, με στεντόρεια φωνή γνωστοποιούν σε όλο τον περίγυρο το πόσο τέλεια περνούν και πόσα μαγαζιά είχαν την τιμή να τις δεχθούν ως πελάτισσες. Αν τυχόν είναι έγγαμες με παιδιά, θα  φροντίσουν να καταλάβουν όλοι ότι είναι οι τέλειες μαμάδες με πανέξυπνα παιδιά, τα οποία λαμβάνουν από ένα αριστείο την ημέρα για την μοναδική ευφυία τους. Αφού τελειώσει η επίδειξη των βασικών, έρχεται τόσο φυσιολογικά το κουτσομπολιό. Από εκεί δεν ξεφεύγει ούτε γόνος γαρίδας. Κουτσοί, στραβοί, καλοί, ανάποδοι, μορφωμένοι αμόρφωτοι και πάει λέγοντας.....όλοι στο στόχαστρο! "Ο Χρήστος τα έφτιαξε με την Ελένη" "Η Μαρίνα έχει προβλήματα", "Ο Γιώργος είναι βλάκας", "Η Σούλα είναι χοντρή", "Η Βούλα χώρισε" και ψου ψου ψου... Μα γιατί δεν βρίσκεται ούτε ένας να τις ψεκάσει; Να τελειώνουμε επιτέλους!!! `Ηδη πόνεσε το κεφάλι μου και δεν τελειώνει εκεί. 
  Στις κάθε είδους συναναστροφές της, η κότα πάντα θέλει να φαίνεται και να είναι πρώτη. Έχει άποψη για όλα τα ζητήματα και προσπαθεί αν την επιβάλλει συμμετέχοντας στον λόγο της όλα της τα άκρα που κουνιούνται ανεξέλεγκτα. Δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της από υπερηφάνεια και δεν δέχεται ποτέ την αντίθετη άποψη. " Εγώ θα σου πω, εγώ ξέρω"! Ο ξερολισμός και η ημιμάθεια κάνουν πάρτυ. Η μεγαλύτερη, όμως, πλάκα είναι ότι υπάρχει και κοινό που την παρακολουθεί με ανοιχτό το στόμα.  Και χειροκροτεί και την παινεύει. "Μα τί κότα είσαι εσύ", θα έλεγα εγώ! "Έτοιμη για κατσαρόλα", και με έπιασε μία πείνα!
  Πέρα από την αστειότητα του θέματος, η κότα δεν χάνει τον καιρό της και όπου βρεθεί επιδεικνύει τα προσόντα της και γίνεται αμέσως αντικείμενο προσοχής. Είναι και επικίνδυνη, γιατί ανακατεύει τους ανθρώπους σαν τα πίτουρα. Δεν διστάζει με το αστείρευτο κόμπλεξ και την "πάρλα" της να ταράζει τις ζωές των άλλων διαβάλλοντας τους σπέρνοντας ψευδείς πληροφορίες. `Ολα στο κοτέτσι της, πίτουρα να γίνονται !!!  
   Και γιατί, θα με ρωτήσετε, τέτοια οργή πια με αυτό το είδος, αφού η μόνη λύση είναι η πλήρης αγνόησή του; Η ύπαρξη του φαινομένου αυτού δεν είναι καινούργια. Θεωρούσα με το φτωχό μυαλό μου ότι με την εξέλιξη της κοινωνίας, των επιστημών, της τεχνολογίας, ο άνθρωπος θα έβρισκε περισσότερα ενδιαφέροντα και θα στόχευε στην καλλιέργειά του ως οντότητα αφήνοντας οριστικά πίσω του συμπεριφορές "μικρές". Δυστυχώς, με την εξέλιξη δεν εξαλείφθηκε η επιδειξιομανία, η οποία μάλιστα αυξήθηκε λόγω όλων των ανέσεων που παρέχει η σύγχρονη ζωή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ενδιαφέρει μόνο η επιφάνεια χωρίς βάθος, χωρίς ουσία. Οι σύγχρονες "κότες" είναι όλες αυτές οι υπερφίαλες κυρίες της "αυλής", που από σφουγγαρόπανο έγιναν μετάξι. Που δε νοιάστηκαν για τίποτε άλλο, πλην του βερμπαλισμού, της ωραιοπάθειας, του εγωισμού.  Είναι όλες οι κομπλεξικές υπάρξεις που δεν έχουν τη δυνατότητα νοητικά να δουν πέρα από το ράμφος τους και αναλώνονται στα ίδια και τα ίδια θαμπώνοντας τον, δυστυχώς άμυαλο ομοίως, περίγυρό τους.
   Περισσότερο απογοήτευση, παρά μένος έχω για τις "κότες". Τις προτιμώ, ως ζώα, καλά μαγειρεμένες, αφού, πλέον, πολλοί σεφ έχουν εντρυφήσει στο πόσο νόστιμες θα εισέλθουν στο στομάχι μας.....
    Και......μη νομίζετε ότι οι "κότες" είναι μόνο γένους θηλυκού! Ναι υπάρχουν και αρσενικές κότες! Όχι κόκορες! Καλά διαβάσατε!!!
 

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Ταμπέλα και λογοκρατία

      Είναι της μόδας στην Ελλάδα του σήμερα ό,τι λες να κρίνεται. Το δικαίωμα του να έχω αντίθετη γνώμη έχει εξαλειφθεί. Το κύμα των μοντέρνων υπερασπιστών της δημοκρατίας βάζει ταμπέλες, σε λιντσάρει. Άπειρα τα παραδείγματα, αλλά το τελευταίο περιστατικό της απίστευτης χυδαιότητας και της πλήρους στέρησης της έκφρασης, με σόκαρε.
Και αναφέρομαι στην περίπτωση του κρατούμενου Νίκου Ρωμανού και στο αίτημά του περί άδειας για να παρακολουθήσει τα μαθήματα στο ΤΕΙ, που είχε εισαχθεί. Πρώτο θέμα έγινε σε όλα τα κανάλια, τις εφημερίδες, τα περιοδικά, τα πρωινά και μεσημεριανά. Η είδηση αυτή και ο τρόπος που προβλήθηκε, δίχασε την κοινή γνώμη. Και όπως ήταν φυσικό, οι μισοί υποστήριζαν το αίτημά του και οι άλλοι μισοί όχι.
Εγώ άνηκα σε όσους υποστήριζαν ότι η Ελλάδα έχει σοβαρότερα προβλήματα να ασχοληθεί από τον παραπάνω καταδικασθέντα και ταυτόχρονα κρατούμενο. Μπήκα ως αφελής στην παγίδα να εκφράσω την άποψή μου, εγγράφως με επιχειρήματα, σε γνωστό αθηναϊκό περιοδικό με περίπου 150.000 φίλους, που υποστηρίζει την ελευθερία έκφρασης.  Δεν τόλμησα να αναρτήσω το σχόλιο και αμέσως έλαβα  10 απαντήσεις με χυδαιότατες ύβρεις. «Είστε φασίστες» και άλλα ωραία τέτοια λόγια στολισμένα με πανέμορφες «γαλλικές» βωμολοχίες, δημοσιεύτηκαν με άνεση και χάρη. Βέβαια μην φανταστείτε ότι αυτό συνέβη μόνο σε μένα. Από περιέργεια, λοιπόν, διαπίστωσα πως σε κάθε δημοσίευση του περιοδικού, όσοι είχαν μία θέση που δεν συμβάδιζε με αυτή του «νεοδημοκρατικού» κύματος ή έλεγε την αλήθεια, δέχονταν χωρίς όρια επίθεση με ύβρεις, που θα έκαναν έως και την ντομάτα να κοκκινίσει ακόμα περισσότερο. 
Από όλη αυτή την ιστορία βγαίνει ένα σημαντικό συμπέρασμα. Ότι το πνευματικό επίπεδο του Έλληνα έχει κατρακυλήσει σ’ έναν γκρεμό δίχως τέρμα. Πού είναι η τήρηση των βασικών αρχών της διαλεκτικής, ο σεβασμός στην γνώμη του άλλου, ο εποικοδομητικός διάλογος με επιχειρήματα; Η κακής ποιότητας παιδεία, ο μαρασμός των τεχνών και των γραμμάτων, η έλλειψη έμπνευσης και αισιοδοξίας, έχουν κυριολεκτικά θρυμματίσει  το πνεύμα, έχουν απαξιώσει κάθε αρχή, κάθε αισθητική, κάθε προσπάθεια για διάλογο.
Φοβάμαι να εκφραστώ, φοβάμαι να γράψω, φοβούμαι να είμαι ανάμεσα στους φανατικούς κριτικούς, στους φανατικούς  δημοκράτες!
Αν υποστηρίξω ότι δεν μου αρέσει η κυβέρνηση, θα με πουν αριστερή. Αν επιχειρηματολογήσω σε βάρος των αριστερών παρατάξεων, θα με βαφτίσουν χουντική. Μία άποψη και μία ταμπέλα…..
Σε ποια δημοκρατική χώρα ζω, όταν κάθε τι που ξεστομίζω λογοκρίνεται; 
Σε ποια δημοκρατική χώρα ζω, όταν μου στερούν το δικαίωμα να έχω αντίθετη άποψη;


Σε δημοκρατία ή λογοκρατία;

Ντόριαν

   Στην πορεία της ζωής μου, κάποιες πράξεις είναι αναπόφευκτες. Η αναζήτηση ανθρώπων, που προορίζονται να μείνουν χαραγμένοι για πάντα στη μνήμη μου, για την διαφορετικότητα που μπορούν να μου γνωρίσουν, χωρίς να δειλιάσουν, να σκεφτούν τις συνέπειες, προσφέροντας απλά το διαφορετικό, αναπόφευκτη. Το κυνήγι των χαρακτήρων, τρομακτικά επικίνδυνο στο άγριο δάσος της σύγχρονης πραγματικότητας, ήταν πάντα η αγαπημένη μου συνήθεια, καθώς μου άφηνε όλη την ελευθερία να ψάξω, να σκεφτώ, να εμβαθύνω και ίσως, αν ήμουν τυχερή, να συμπεράνω. "Να συμπεράνεις ή να κρίνεις ως άλλος ένας δικαστής;", εύλογο ερώτημα που διαρκώς δημιουργείται! Ίσως και ναι! Να υπήρχε αρχικά η πρόθεση να παριστάνω έναν ακόμα δικαστή ή να επιβεβαιώσω ακόμα μία φορά την αξία της δικής μου κρίσης.
   Μία από τις παραμυθένιες και ενδιαφέρουσες μέρες της ζωής μου, καθώς είχα φτάσει στα πρόθυρα μιας ακόμα συγκινητικά δυνατής νευρικής κρίσης, άρχισαν οι φόβοι να με κυριεύουν ανελέητα. Δεν υπήρχε καμία σανίδα σωτηρίας. `Η ταν ή επί τας! `Έπρεπέ να δράσω, να σωθώ, να γλιτώσω από το μαρτύριο των καταιγιστικών μου σκέψεων, που είχαν οριστικά κυριεύσει το μυαλό μου! Η μανία της άμεσης ανακούφισης από το περίεργο παιχνίδι του νου, ο φόβος και η υστερία μου να ψάξω τον καινούργιο χαρακτήρα μου, με οδήγησαν άθελά μου εκεί. Εκεί, όπου συνάντησα έναν χαρακτήρα τόσο ιδιαίτερο, που αμέσως με κέντρισε να τον γνωρίσω. 
  Ήταν ένα πλάσμα, που η φύση είχε συνωμοτήσει να του χαρίσει απλόχερα όλα τις τα δώρα. Η ομορφιά ήταν επιεικής περιγραφή, η τελειότητα ίσως θα ταίριαζε στο πρόσωπό του, καθώς ίχνος λάθους δε φαινόταν.  Κάτοχος ενός κοφτερού μυαλού, που του άνοιξε τον δρόμο της επιστήμης, της εξειδίκευσης, της κατάρτισης. Ένας ικανός επιχειρηματίας που κέρδισε όσα περισσότερα μπορούσε, χειριζόμενος έξυπνα και με υπομονή τις καταστάσεις. Συμπεριλήφθηκε με την ικανότητα στους πλούσιους της χώρας κάνοντας δυνατή την παρουσία του με συμμετοχή  στα πιο γνωστά κλειστά club, στην λεγόμενη elite της καλής κοινωνίας και όχι μόνο. Πέρα από όλα αυτά ήταν και γητευτής. Με την σπιρτόζα και άμεσα προκλητική στάση του, κατάφερνε κάθε γυναίκα να τον παρακαλά για πέντε λεπτά από την ζωή του. Σαν κολασμένες μαζεύονταν στον διάβα του και τον πολιορκούσαν. Η μία για να λάβει, η άλλη να γευτεί. 
  `Ολα αυτά τα ήξερε και τα εκμεταλλευόταν με όλες του τις δυνάμεις. Είχε ό,τι ήθελε, όποτε το ήθελε και όπως το ήθελε. Δεν έκανε παζάρια. Ζητούσε και έπαιρνε. Διέταζε και οι υπήκοοι έτρεχαν σαν παλαβοί στα κελεύσματά. Στον όχι και τόσο μικρό, τελικά, μικρόκοσμό του ήταν ένας αυτοκράτορας στην αυτοκρατορία που ευημερούσε ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. `Ενας σύγχρονος Ντόριαν Γκρέι που αγαπούσε με πάθος το πορτραίτο του, την καταξίωσή του και κυνηγούσε ανελέητα κάθε μορφή ηδονής τόσο στα έμψυχα όσο και στα άψυχα υλικά. Έψαχνε την ηδονή στο χρήμα, στη σάρκα, στην επιβεβαίωση, στην εικόνα του. Έκανε συμφωνία με τον διάβολο της ίδιας του της ύπαρξης να διατηρηθεί στην αιωνιότητα όμορφος, δυνάστης, παντοδύναμος και να ελέγχει κάθε ύπαρξη, που κατά τύχη θα εμφανιζόταν στο μονοπάτι της δόξας του. 
   Αφού ήταν αναπόφευκτο να βρεθώ στον δρόμο του ή μάλλον να πέσει στις αναζητήσεις μου, ήταν μοιραίο ο "Ντόριαν" να επιστρατεύσει όλες του τις δυνάμεις για να κατακτήσει το μυαλό μου, να ηγηθεί της προσωπικότητάς μου, να με γοητεύσει. Με προβληματισμό αναρωτήθηκα τί άραγε να ήθελε. Αλλά ήταν απολύτως φυσιολογικό ότι επιθυμούσε να πάρει, να ικανοποιήσει το εγώ του, ν' απολαύσει κάθε νέα αίσθηση, για να στολίσει το ράφι με τα τρόπαια αποκτώντας κι άλλο ένα. Χρησιμοποίησε κάθε φαντασία και ταλέντο, προβάλλοντας πάντα την εικόνα του, προκειμένου να νικήσει. Και θα νικούσε, σας το εξομολογούμαι με ειλικρίνεια, αν δεν είχε την ατυχία να συναντήσει τον θηλυκό Ντόριαν, που αγαπούσε με πάθος το μυαλό, που θα έδινε τα πάντα να μεγαλώσει τους νευρώνες του εγκεφάλου για να ρουφήξουν νέα γνώση, νέες εμπειρίες. 
Ο "Ντόριαν", όμορφος και κακομαθημένος, δεν είχε ακούσει ποτέ τη λέξη όχι. Ηταν απαγορευμένη στο λεξιλόγιό του και στο πρώτο άκουσμά της, που βγήκαν απ' τα χείλη μου, αιφνιδιάστηκε. Αιφνιδιάστηκε και θύμωσε. Θύμωσε και πείσμωσε. Δεν το έβαλε κάτω. Συνέχισε με μανία, δεν σταμάτησε. Αστείρευτη επιμονή. Μου έταξε την φύση όλη, μία άνετη ζωή, έναν ασυμβίβαστο ερωτικό τομέα. Ένας χείμαρρος λέξεων και υποσχέσεων και όλα για το τρόπαιο. Τί ήταν το όχι,όμως, πράγματι, γι αυτόν; `Ηταν η θύμηση του τιμήματος της συμφωνίας. Η ψυχή του αποκαλύφθηκε γυμνή σαν το πορτραίτο που γερνούσε.   Για κάθε ηδονή, για κάθε αμαρτία θα εμφανιζόταν σ' αυτήν αμέσως ένα αγκάθι τόσο μεγάλο, ανάλογα με το μέγεθος της αμαρτίας. Και όταν εννοώ αμαρτία, μην πάει ο κοινός νους στην σαρκική, όπως πολλοί τους συμφέρει να την ονομάζουν. Αναφέρομαι στην αμαρτία του να καταπατάς την αξιοπρέπεια οποιουδήποτε εμφανίζεται δίπλα σου, προκειμένου εσύ να γευτείς, να κερδίσεις, ν' αποκτήσεις τον τίτλο του "ηγέτη".
  Ετσι ακριβώς ήταν ο δικός μου "Ντόριαν". Ένα πλάσμα ανικανοποίητο που με ποιητική δεξιοτεχνία και δωρική στρατηγική, λατρεύοντας πάντα την υπέροχη εμφάνισή του, προσπαθούσε να κατακτήσει ο,τιδήποτε κινούταν. Στο όχι όμως, φάνηκε η ματωμένη του ψυχή. Και πανικοβλήθηκε, γιατί κανείς έως σήμερα δεν τον οδήγησε στο δωμάτιο της αποκάλυψης, για να δει με τα μάτια του το πόσο αιμορραγούσε.  Αιμορραγούσε πολύ και κανείς πέρα από τον εαυτό του δεν μπορούσε να τον λυτρώσει. Και όλα αυτά με ένα όχι!!!
   Μπορεί να σας φαίνεται  περίεργο ή ίσως και παρατραβηγμένο, αλλά υπάρχουν πολλοί "Ντόριαν" ανάμεσά μας. Είναι αυτοί που με λάβαρο την εικόνα τους, έχουν την ικανότητα να ηγούνται με δεσποτικό τρόπο της προσωπικότητας του άλλου. Να εισέρχονται με δύναμη, να μην υπολογίζουν τις συνέπειες και να τσαλαπατούν κάθε συναίσθημα, κάθε στοιχείο ανώτερης σκέψης. Είναι αυτοί που δεν υπολογίζουν ποτέ και τίποτα, που εκμεταλλεύονται κάθε μειωμένη αντίσταση και διεισδύουν με κάθε τίμημα στα άδυτα του άλλου. Είναι οι γητευτές, οι σύγχρονοι γόηδες της κοινωνίας, οι έχοντες τα πλούτη όλα, οι δοκιμαστές της αμαρτίας. Παρ' όλη την επικινδυνότητά τους, δεν φοβάμαι να τους πλησιάσω. Με ελκύει να τους μελετήσω. Και αυτό, γιατί πονούν και υποσυνείδητα νιώθουν ότι όλα είναι εφήμερα και μοιραία οδηγούν στην αποσύνθεση. Με το πρώτο όχι, όμως, λυγίζουν, σπάνε και τελικά ξυπνούν αντικρίζοντας το γερασμένο και παραμορφωμένο εγώ τους!!! 
".....Καθώς τώρα, στεκόταν και ατένιζε το απείκασμα της ομορφιάς του, η περιγραφή έλαμψε εμπρός του με σάρκα και οστά. Θα ερχόταν μία μέρα που το πρόσωπό του θα ήταν μαραμένο και γεμάτο ρυτίδες, τα μάτια του θαμπά και άχρωμα, η χάη του κορμιού του σωσμένη και παραμορφωμένη. Η πορφύρα θα χανόταν από τα χείλη του και το χρυσάφι θα έσβηνε από τα μαλλιά του. Η ζωή που θα έλαθε την ψυχή του έμελλε να ρημάξει το κορμί του. Θα γινόταν άχαρος, απαίσιος και τρομακτικός...." (απόσπασμα από το "Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι")  

   Ευχαριστώ πολύ τον άνθρωπο αυτόν, που υπήρξε πράγματι στην ζωή μου ως σύντομη γνωριμία και με τα πιο πάνω χαρακτηριστικά του με ταξίδεψε στο υπέροχο αριστούργημα του `Οσκαρ Ουάιλντ. Μου έδωσε σημαντική πνευματική τροφή, όρεξη για συγγραφή. Του εύχομαι να συνειδητοποιήσει γρήγορα την φθορά, ν' αναγνωρίσει την ματαιόδοξη ύπαρξή του και επιτέλους να συμφιλιωθεί με όσα καλά έχει κρύψει εκεί στο βάθος της ψυχής του την εποχή της αθωότητας.     

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Amor...amor....

Oh amor...amor.....το αγαπημένο μου άσμα, του Arno Elias, τρυπάει τ' αυτιά μου με την ερωτική και λάγνα μελωδία....είσαι το αστέρι του ουρανού, αγαπώ.... σ' αγαπώ με όλη την αίσθηση του κορμιού μου, που σε ποθεί, σε λατρεύει σαν τον κόσμο όλο....λατρεία μου.....
Που κυριεύεις τα όνειρά μου, χωρίς να έχεις μορφή, χωρίς να έχεις υπόσταση... είσαι μόνο μία ιδέα;
Δεν είσαι με τίποτα μία ιδέα. Είσαι υπαρκτή μεθυστική σκέψη, υπαρκτή θεϊκή, αλλά άπιαστη οντότητα, που συνταράσσει κάθε κύτταρο του κορμιού μου. Ενός κορμιού που σε θέλει κολασμένα για να ζήσει. Να ζήσει μαζί σου....σ' ένα σύμπαν σπάζοντας τις αλυσίδες, βγαίνοντας από την κερκόποτα.
Το θες; Είσαι έτοιμος να ρίξεις την μούντζα που σου έπρεπε και σε όσους έπρεπε, όμορφή μου ταραχή;  Και αν προχωρήσεις; Ο αντιπερισπασμός θα σε βοηθήσει; Η εκδίκηση θα είναι η λύτρωσή σου; Το να με εκδικηθείς, θα σε εξιτάρει τόσο, όσο να το αντέξεις και να νιώσεις νικητής; Δεν θα είσαι....γιατί η νίκη πάει στον στόχο της ουσίας, όμορφε!
Τί θες; Δεν θες; Δεν θες να θες, γιατί φοβάσαι; Δεν ξέρεις, δεν είσαι σίγουρος για τίποτα όσο και αν νομίζεις; `Οσο και αν νομίζεις ότι  ΟΛΑ τα θες και  ΟΛΑ  με την ασφάλειά σου νομίζεις ότι τα έχεις;
Το λογοπαίγνιο ...τσεκούρι να γίνει...να κόψει τι κακές σου αναμνήσεις...να στις πάρει κάποιος; Φοβάσαι, πιο πολύ από εμένα; Πιο πολύ από εμένα που σε καταλαβαίνω; Εγώ τρομάζω μήπως δεν μπορέσεις να ερωτευτείς δυνατά, τρελά με όλα του είναι τα σημάδια. Θα το κάνεις; Θα είσαι εκεί κάπου να νιώθεις;
Δεν γελιέμαι, μεθυστική μου ύπαρξη, δεν γελιέμαι....
Δεν θα προσποιηθώ ότι είσαι άνθρωπος. Δεν θα προσποιηθώ ότι δεν είσαι  τυφώνας..... που μου φέρνεις τα μύρια όσα, δεν θα γελαστώ από την πίκρα που έχεις.....
Είσαι μοναδικός, το κάτι άλλο...το φοβερό  άλλο, που τα 15 λεπτά αρκούν για να ζήσουν στην αιωνιότητα!!!!!

Θα είμαι μαζί σου στην αιωνιότητα...το αξίζεις, αλλά δεν το ξέρεις!!!!
Μου θυμίζεις ένα τριαντάφυλλο...ταλαιπωρημένο, που ζητά νερό...θα στο δώσω!!!! Ζητάς ζωή! Την θες και περιμένεις!   Ζήτα το μόνο, γλυκιά μου οντότητα.....ζήτα μόνο και σκέψου.....!!!!
(Αφιερωμένο στον υπαρκτό μου τυφώνα, που διάλεξε κακή στιγμή  να πνιγεί στην λάθος επιλογή, λάθος στιγμή να νομίσει ότι αναπνέει με όλες τις αληθινές αηδίες δίπλα...αλλά την σωστή στιγμή να ερωτευτεί...αν το καταφέρει...και θα το καταφέρει)

Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Tornado of heart

     Μια φορά και έναν καιρό, γιατί έτσι μου αρέσει να ξεκινώ πάντα, σαν ένα παραμύθι, με μία εικόνα στην μαγευτική Ανατολή που ένας πρίγκηπας με πολλά πλούτη και θεϊκή ομορφιά είδε την όμορφη κοπέλα, την τύλιξε στην αγκαλιά του και πετάξανε μαζί στα σύννεφα.....
Πολλά σύννεφα, πολύ ροζ, πολύ καλό για να είναι αληθινό, αφού ποτέ δεν ζούσαμε στα παραμύθια, δεν υπήρξε κανένας "πρίγκηπας" που να μπορούσε να πετάξει.....
   Μια φορά και έναν καιρό, λοιπόν, με το Dimple να έχει γίνει το καλύτερό μου φιλαράκι στις μεγαλύτερες σπαζοκεφαλιές, με τους Pink Floyd να ορμούν στο κεφάλι μου θυμίζοντάς μου ότι η αποσύνθεση έρχεται, γιατί ο χρόνος πήρε τα όνειρά μου μακριά, ζούσα στο δικό μου κακοφτιαγμένο παραμύθι. Κακοφτιαγμένο από την απόγνωση, από την κραυγή αγωνίας. Είχα χάσει τα πάντα. Το κέφι μου, την όρεξη να δημιουργήσω, την επιθυμία να ερωτευτώ, την αγάπη για τον ήλιο, τη λατρεία για την θάλασσα. Η καταστροφή ερχόταν με μαθηματική ακρίβεια. Τρεις φορές προσπάθησα να δώσω ένα τέλος βουτώντας τον τσαλαπατημένο εαυτό μου στις καταχρήσεις και βγαίνοντας στον δρόμο του θανάτου για να προκαλέσω την τύχη μου....να έρθω πιο κοντά στον θάνατο!!!
   Και όλα αυτά ίσως θυμίζουν κατάθλιψη, απογοήτευση, μαυρίλα και αηδία......όλα τα "καλά" της αποσύνθεσης με την γνωστή μυρωδιά του σάπιου να κυριαρχεί. Δεν υπήρχε καμία τύχη για την δίχως αίσθηση σάρκα μου, την οποία στόλιζα με με λαμπιόνια και κορδέλες, για να μην καταλάβει τίποτα και κανένας. Να μην καταλάβει κανείς ότι έβλεπα την ζωή μου σαν αδιάφορη ταινία,  που αρχίζεις και ξεστομίζεις τις χειρότερες ύβρεις στα πέντε πρώτα λεπτά της προβολής. Δεν ήθελα να μιλώ, να γελώ, να περπατώ. Χανόμουν στα βήματά μου. Φοβόμουν την σκιά του εαυτού μου που τρεμάμενη είχε κλειστεί στο περίλαμπρο καβούκι των πρέπει και των μη της ασταθούς, ανίερης, εκκωφαντικά αναίσθητης κοινωνίας. Ούτε η δόξα, ούτε το χρήμα, ούτε η επιτυχία είχε για μένα σημασία πια..... Είχα παρέα τον πιο δαιμονικό φίλο, το άδειασμα της ψυχής. Δεν υπήρχε καμία τύχη...... 
Μην κλαίτε (ποτέ δεν μου άρεσαν τα μελό)! Μην με λυπάστε! `Ηταν μονόδρομος να φτάσω σε αυτή την κατάσταση, σε αυτό το χάλι!
Περίμενα έναν δυνατό τυφώνα να με παρασύρει και να μου πει "ξύπνα, φύγε, ζήσε"!!!! 
Μήπως διηγούμαι άλλο παραμύθι; Υπάρχει τέτοιος τυφώνας που αφυπνίζει (τουλάχιστον να μην κοροϊδεύω εμένα, αλλά και εσάς που με διαβάζετε); Ήταν η μόνη αισιόδοξη σκέψη που μου είχε απομείνει, καθώς όλα τα άλλα τα είχα ξεριζώσει με μαχαίρι έως την τελευταία ρίζα. Και εκεί που  φλέρταρα έντονα με τον θάνατο, την τρίτη φορά της αποτυχημένης μου προσπάθειας, κυριευμένη από φοβίες και  αηδία, ξαφνικά φύσηξε αέρας. Έπιασε δυνατά το χέρι μου, έστριψε το τιμόνι και με σταμάτησε στο πουθενά να τον κοιτάζω. `Ηταν ένας πολύ δυνατός τυφώνας που ξεκινούσε από ψηλά και τελείωνε με δύναμη στο έδαφος, έτοιμος να τα διαλύσει όλα. 
     Φοβήθηκα πολύ, γιατί άρχισα να ερωτεύομαι την δύναμή του. Βγήκε η λέξη "ερωτεύτηκα", τρελάθηκα; Και όμως, ναι! `Ηταν ελκυστικός, ψηλός με τόσο αγέρωχη όψη, τόση μαγεία. Έτοιμος να παρασύρει τα δέντρα, όλα τα άψυχα και έμψυχα που έκαναν το σφάλμα να βρεθούν μπροστά του.... Ενθουσιάστηκα, ήθελα να τον πλησιάσω, να μπω στο κέντρο, να νιώσω την ορμή του. Και ενώ θα με παρέσυρε μετά βεβαιότητος, ούτε και εγώ γνώριζα πόσο μακριά, πλησίαζα χωρίς φόβο. Και αυτός ερχόταν προς το μέρος μου, με καλούσε.  Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στο κέντρο, που με αγκάλιασε δυνατά σαν δύο μπράτσα στιβαρά κι ένιωσα ηρεμία. Μία ηρεμία πρωτόγνωρη, που περίμενα χρόνια να την συναντήσω. Ήμουν ερωτευμένη με τον τυφώνα μου. Η φύση είχε κάνει το θαύμα της, καθώς με αγκάλιασε και με πήρε μαζί του μακριά, τόσο μακριά που αισθανόμουν ότι πετούσα με τον κούκλο πρίγκηπα της Ανατολής. Δεν με ένοιαζε πού θα με άφηνε, δεν με ένοιαζε τίποτα. Ημουν μαζί του, τον ήθελα, τον λάτρεψα. Ξύπνησε την αναισθητοποιημένη μου ψυχή. Μου έδειξε εικόνες, μέρη απίθανα, αλλά και την καταστροφή. 
Κινούταν με ταχύτητα, με είχε ξυπνήσει από τον λήθαργο, πέταξε την μαύρη αύρα μακριά, την δυστυχία, την μιζέρια καθώς και όλα όσα με φόβιζαν....μου έδωσε ελευθερία. Πετούσα!!!!
     Τυφώνα μου, σ'ακολούθησα, με περικύκλωσες, μου έκοψες την ανάσα, ήμουν στο κέντρο σου, ήσουν στην καρδιά μου, με έσωσες. Θα σ' αγαπώ πάντα!!!!
(Αφιερωμένο σε έναν υπαρκτό τυφώνα με αφορμή κάποια απίθανα περιστατικά, που αρκούν για να σε ξυπνήσουν και να καταλάβεις ότι απλά κοιμόσουν περιμένοντας την αποσύνθεση)
   



Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Αφροδίτη

   Μία νύχτα, με την φαντασία μου να καλπάζει σαν αδάμαστο άλογο σ' έναν τόπο άγριο, περπατώντας στο μικρό γνώριμο σοκάκι του Θησείου, πριν ακόμα με καλέσει ο σταθμός του τρένου για να καταλήξω στο άχαρο σπίτι μου, το να λοξοδρομήσω ήταν μία εικόνα, που διαρκώς τριβέλιζε το μυαλό μου. Να λοξοδρομήσω προς ποιον προορισμό και με ποια κατάληξη; Τίποτε από αυτά δεν με συγκινούσαν. Σύμμαχός μου το σκοτάδι, που απλωνόταν σαν σύννεφο και σκέπαζε τα σπίτια κάνοντας τα να φαίνονται τεράστια, σαν τρομακτικοί γίγαντες του παραμυθιού, μετατρέποντας το αδάμαστο άλογο σε θηρίο.
    Χωρίς κατεύθυνση, χωρίς δεύτερη σκέψη συνέχισα τον δρόμο μου προς το άγνωστο. Από μακριά διέκρινα ένα νεοκλασικό κτήριο, μάλλον μπαρ θα ήταν, διακοσμημένο στην άκρη του με λίγα ανάγλυφα γλυπτά, που νόμιζες ότι ξεπήδησαν από  πίνακα του Μποτιτσέλι. Αμέσως, κέντρισε την περιέργειά μου και άρχισαν να περπατώ προς τα εκεί. Μόλις πλησίασα, άκουσα μία μελωδία τόσο διαφορετική, τόσο ελκυστική που δεν άντεξα, παρά να μπω και να νιώσω τον ενθουσιασμό που πηγαία η όλη εικόνα δημιούργησε. Πράγματι ήταν ένα πανέμορφο μέρος με γούστο διακοσμημένο, που αλλού έβλεπες ζωγραφισμένες φιγούρες της αναγέννησης, αλλού κεριά επιβλητικά, που σου έδιναν την αίσθηση ότι έμπαινες σε κάποιο παλάτι μιας ξεχασμένης εποχής. 
    Δεν είχα άλλη επιλογή από το να καθίσω και να αφεθώ στην μαγεία της εικόνας, της μουσικής, της αναγέννησης.....
    Χαμένη στις σκέψεις, που ο χρόνος δεν είχε σημασία, που οι νότες πατούσαν σε άλλη διάσταση, ξαφνικά ένιωσα κάποιος να με σπρώχνει απαλά. Χωρίς να τολμήσω να γυρίσω, αναστατώθηκα, λες και κάποιος ήθελε να σπάσει την γέφυρα μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Στην ταραγμένη μου ευαισθησία διέκρινα άθελά μου ένα χαμόγελο τόσο βαθύ, μία όψη τόσο εκφραστική που αυτόματα ένιωσα ένα ρίγος, μία δύναμη να ξεσηκώνει κάθε κύτταρο του σώματός μου. Μία αρσενική παρουσία τόσο δυνατή, αρρενωπή, που μάλλον ποτέ δεν υπήρχε, αλλά κάπου πάντα τριγύριζε και ήταν έτοιμη να διεισδύσει βαθιά μέσα στο νου, στο όνειρο, στο πάθος. 
   Δεν χρειάστηκε να μιλήσω, ούτε να κουνηθώ. Ο μαγνήτης ήταν ισχυρός. Το ποτό, που τρέμοντας πια κρατούσα στα χέρια μου, είχε γίνει αμβροσία. Με την τροφή των αθανάτων μακάρι να μην σταματούσε ποτέ αυτή η έλξη, αυτό το συναίσθημα. Ήθελα να παγώσει η στιγμή και αυτός να στέκεται δίπλα μου κοιτώντας μου με βλέμμα διαπεραστικό και ανάσα, που προδίδει τις πιο ανεξερεύνητες αισθήσεις. Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στην αγκαλιά του να με κρατά τόσο σφιχτά που πλέον δεν είχα επιστροφή, δεν είχα προορισμό. Η γέννηση της Αφροδίτης είχε ήδη ολοκληρωθεί. Μία σφιχτή αγκαλιά, ένα φιλί με πάθος, όλη η ένταση του πίνακα ζωντάνευε...ζωντάνευε μπροστά μου. 
   Το αδάμαστο άλογο  άρχισε να τρέχει ανεξέλεγκτα. Τα χέρια του δεν ήταν γκέμια, αλλά ένα ράπισμα στην ελευθερία, στο πάθος, στην κυριαρχία των εικόνων, των αισθήσεων. Δεν ήθελα να απομακρυνθώ από το σώμα του, που σκόρπιζε στην ήδη φορτισμένη ατμόσφαιρα την ευωδία της ιερότητας. Το να έχει αγκιστρωθεί ο ένας πάνω στον άλλο χωρίς λόγια, χωρίς περιττές κινήσεις, υπό το χαμηλό φως των κεριών και τη μελωδική μουσική να γοητεύει, ήταν σαν συνωμοσία όλων των στοιχείων, έμψυχων και άψυχων, για να μην τελειώσει ποτέ......Να μην τελειώσει η ιερότητα της στιγμής, του θαύματος της Αφροδίτης. 
   Το παραμύθι της μαγείας ζωγράφιζε τον πίνακα της απόλυτης αναγέννησης. Τα χρώματα, ο ήχος, το φως, η έλξη, η οσμή του είχαν μετατρέψει την απόκλιση από την πορεία μου προς το τρένο σε μία φανταστική ευχαρίστηση του να είσαι ζωντανός και να ονειρεύεσαι.......
Και ναι. Ονειρευόμουν την συγκλονιστική αυτή αυτή στιγμή, που πήρε σάρκα και οστά. Τύχη, τόλμη, θάρρος, όλες οι πόρτες των συναισθημάτων ανοιχτές;
Δεν είχα παρά να τις ακολουθήσω...... Το αποτέλεσμα αποζημίωσε την αδάμαστη ψυχή μου νιώθοντας  σε εγρήγορση, έτοιμη να εισπράξω την παραμικρή δόνηση του σύμπαντος. Όλα είχαν μιλιά, φώναζαν. Ο έρωτας, ο πόθος, ο παλμός...... Ναι είχε γεννηθεί μία Αφροδίτη.....η Αφροδίτη των αισθήσεων.....   
   

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Ψυχή, πού είσαι;

   Κάποτε, πριν από πάρα πολλά χρόνια, υπήρχαν γειτονιές μεγάλες, από τις οποίες περνούσες και μύριζες τα νόστιμα φαγητά των νοικοκυρών, που άκουγες τις φωνές των παιδιών, που έπαιζαν έως αργά το βράδυ. Πήγαινες στα σπίτια, που όλα είχαν αυλές γεμάτες όμορφες γλαστρούλες και δεν υπήρχε μέρα που να μην έβγαινες έξω και να έλεγες έστω μία καλημέρα. Και πήγαινες καλά στην δουλειά, γιατί είχες κέφι. Ερχόσουν το μεσημέρι και ένιωθες γεμάτος, έστω και αν δεν είχες πλούτη. Ξαναέλεγες, όμως, καλησπέρα. Το απόγευμα, αφού τελείωνες όλες τις υποχρεώσεις σου, είχες τον χρόνο να νιώσεις άνθρωπος κάνοντας περιπάτους ή διαβάζοντας ένα όμορφο βιβλίό ή συναντώντας καλούς φίλους. Και το βράδυ έπεφτες ήρεμος για ύπνο, αφού έλεγες πάντα καληνύχτα σε ένα τουλάχιστον άτομο. 
Στιγμές γνώριμες για όσους τις ζήσαμε, έστω και για λίγο, εκείνη την εποχή ως βιοπαλαιστές ή θεατές της καθημερινότητας των γονιών μας. Μια εποχή, που παρ' όλες τις δυσκολίες της, επικοινωνούσες, ένιωθες γεμάτος ανθρωπιά. 
   Με την πάροδο του χρόνου, τα σπίτια αντικαταστάθηκαν από πολυκατοικίες,  οι γειτονιές μίκρυναν, οι μυρωδιές απομακρύνθηκαν. Ο κόσμος άρχισε να κλείνεται στον εαυτό του. "Γιατί να πω την καλημέρα, όταν εγώ είμαι καλύτερος και θα βγάλω περισσότερα χρήματα σήμερα;", άκουγες σιωπηλά να βγαίνει χαμηλόφωνα από την σκέψη ανθρώπων. 
   Και από τα λίγα, φτάσαμε στα πολλά. Η απόλυτη ευημερία, η άνεση σε όλους τους κοινωνικούς τομείς, η δόξα !! Η δόξα, είπα; Ποια δόξα; 
Να κυνηγούν την καταξίωση, την πολυτέλεια, την κατάκτηση των πάντων, αφήνοντας έξω κλειδωμένη μία λέξη που κάποτε άλλαζε το νόημα της ζωής. Ψυχή. 
Τέσσερα γράμματα, που από αυτά ξεπηδούσαν άλλα χίλια ενωμένα να φτιάξουν τόσες λέξεις. Αγάπη, έρωτας, πάθος, φιλία, βοήθεια, χαρά, λύπη.  Λέξεις τόσο μικρές σε έκταση, τόσο μεγάλες σε σημασία που έπαιρναν μορφή και κυριαρχούσαν με έναν μόνο τρόπο. Την επικοινωνία. 
 `Οταν η ψυχή, όμως, ξεχάστηκε στα αζήτητα, τελείωσε η επικοινωνία. 
  Νιώθω ότι παγώσαμε, ότι γίναμε αόρατοι. Δεν βλέπουμε, δεν αισθανόμαστε, δεν αντιδρούμε, δεν μαλώνουμε. Μόνο ως αρπακτικά περιμένουμε τη λεία μας, για να επιβιώσουμε σε αυτή την άχρωμη, άοσμη, ανέραστη εποχή. Την εποχή της κρίσης, της κρίσης στην ψυχή......
Τόσο δυσοίωνα όλα πια; `Ολοι έτσι γίναμε; Μα όλοι; Τρομακτικό στην σκέψη.......
   Και εκεί που περπατούσα σκεπτόμενη το πόσο "εκτός" είμαστε, αφού ξεχάσαμε την ουσία, άκουσα ξαφνικά φωνές παιδιών που έπαιζαν αμέριμνα σε μία γειτονιά. Αμέσως, η καρδιά μου άρχισε να χτυπά, να ελπίζει ότι δεν έχουν τελειώσει όλα. Υπήρχαν ακόμα γειτονιές; Γιατί δεν τις έβλεπα; Πού είχα χαθεί τόσο καιρό;
  Μου ήρθε η ανάγκη να τηλεφωνήσω σε σένα, στον άλλον, στον διπλανό, να του πω μια καλησπέρα......Το έκανα κι ας φάνηκα στην αρχή γελοία. Δεν με πίστεψαν ότι τους θυμήθηκα, αλλά ότι κάτι ήθελα από αυτούς. Δεν σταμάτησα. Έκανα και δεύτερο τηλεφώνημα, την επόμενη ημέρα. Ακόμα δυσπιστία...... Έπρεπε να επιμείνω κι άλλο. Δεν το έβαλα κάτω. Ήταν μία αρχή. Η αρχή μιας  νέας επικοινωνίας που, αν ξεκινούσε και από άλλους, θα έσπαγε ο πάγος, θα κέρδιζε η ψυχή. Θα κερδίζαμε εμείς.
   Μπορεί η πραγματικότητα να είναι σκληρή, η κοινωνία να έχει εξαγριωθεί, αλλά η ψυχή δεν έχει εξαφανιστεί. Κρύβεται καλά σε ένα σεντούκι, όπως η Πανδώρα έκρυψε την ελπίδα, και περιμένει από εμάς να το ανοίξουμε. Δεν θα μας απογοητεύσει ποτέ και θα κυλήσει με ένταση το αίμα στις φλέβες μας δίνοντας μας τη δύναμη ν' αγαπούμε, να ερωτευόμαστε, να παθιαζόμαστε, να έχουμε φίλους, να βοηθούμε, να χαιρόμαστε, να λυπόμαστε, να λέμε καλημέρα, να είμαστε ζωντανοί και ΑΝΘΡΩΠΟΙ!!!!!!!!   

`Ελα βρε Ελληναρά!!!!!!!!!!

    Έλα ρε φίλε αραχτέ, που μάντρωσες την περηφάνια σου, που πήρες ένα φρέσκο καφεδάκι και απέκτησες ξαφνικά άποψη για όλους και για όλα! Έλα ρε Ελληναρά που κρίνεις όλους και τους  πάντες, γιατί θες να δείξεις την μαγκιά σου!!!!!
    Ξέρεις, βρε βλάκα Ελληναρά, πώς θα δείξεις την μαγκιά σου; Όχι ρε ηλίθιε κάνοντας πανό για τον Ρωμανό και για κάθε προβληματικό κακομαθημένο παιδί της κοινωνίας με συγκεντρώσεις και κούφιες διαμαρτυρίες, αλλά να προσκυνήσεις και να σκεφτείς, βλάκα Ελληναρά, για τα παιδιά που λιποθυμούν και δεν έχουν οικογένεια!!! Με την πείνα που δημιούργησε η αναλγησία σου, βλάκα Ελληναρά!!!!!!!! Με το να ανέχεσαι να σε ποδοπατούν ανέκαθεν οι Μεγάλες δυνάμεις, τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα και να δέχεσαι, βλάκα, να διαλύουν μπροστά στα μάτια σου την μεσαία τάξη!!!!  Και δεν θες, βλάκα μου Ελληναρά, να το καταλάβεις; Αν υποτίθεται εφαρμοζόταν ο φιλελευθερισμός, βλάκα  ως απόγονος του Παπανδρεϊσμού, θα καταλάβαινες ότι εξαπατήθηκες αισχρά; Όχι βέβαια!!! Ποτέ λόγω της ψευδοϋπερηφάνιας σου δεν θα παραδεχόσουν ότι έπεσες θύμα, Θύμα ενός άκρατου λαϊκισμού  του «Τσοβόλα δως τα όλα»!!!!! Θύμα του αμερικανικού ονείρου, της ελευθερίας να κάνεις τα πάντα χωρίς συνέπειες κατά το πρότυπο της «Τόλμης και Γοητείας»! Και εκεί απέτυχες! Πίστεψες, βλάκα Έλληνα, ότι είχες και Τόλμη και Γοητεία; Ότι όλοι σου χρωστούσαν, όλοι σε προσκυνούσαν χωρίς να δίνεις λόγο σε κανέναν;  Έτσι τουλάχιστον, το σύστημα της ισοπέδωσης, της δήθεν απελευθέρωσης σε έκανε να κοιμάσαι και να ονειρεύεσαι……
Και κοιμόσουν, Ελληναρά μου,  έως τα βαθιά γεράματα,  γιατί δεν πάλεψες ποτέ. Σου χτύπαγαν την πλάτη κοροϊδεύοντάς σε και,  αν το ήθελαν, διόριζαν το αγράμματο παιδί σου στο δημόσιο…για μια καλύτερη τύχη. Σου χτύπαγαν την πλάτη για άθλια ψηφαλάκια και έταζαν λαγούς με πετραχήλια.  Ποιοί, ρε χαζέ, το έκαναν αυτό; Αυτοί που διέλυσαν σήμερα ΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΟΥ!!!! Την χώρα που ΕΓΩ , ρε βλάκα ΚΑΙ ΟΧΙ ΕΣΥ, με προσωπικό αγώνα ΧΩΡΙΣ ΓΛΥΨΙΜΟ, προσπαθώ να κάνω καλύτερη!!!!! ΚΑΙ ξέρεις γιατί είμαι εγώ και όχι εσύ; Γιατί εσύ μου καταστρέφεις με την τεράστια γλώσσα σου τα όνειρά μου!!!! Μου καταστρέφεις την ελπίδα μου,  την αισιοδοξία μου!!!!  Ξύπνα, ηλίθιε, και πάψε να εξαρτάσαι από τους αυλοκόλακες. Αυτοί έχουν το σχέδιο να διαλύσουν την μεσαία τάξη που είναι και το εσύ και το εγώ. Κατάλαβέ το, όσο είναι καιρός!!!!!!!
Ξέρεις ποια είναι η μεσαία τάξη; Αυτή που αγωνιζόταν πάντα και εφάρμοζε στην ουσία τους  τον καπιταλισμό, την φιλελεύθερη αγορά, τον ανταγωνισμό. Αυτή ήταν ΠΑΝΤΑ, η τάξη που προσέφερε, που ενίσχυε την αγορά, που ήταν συνεπής στους φόρους, που κινούσε την οικονομία,  και όχι η τάξη του όλα ίσωμα!!!!!!!
Και πού το πας, βρε ανόητε Έλληνα, το κίνημα του δήθεν δημοκρατισμού, που αν τολμήσεις να εκφράσεις αντίθετη άποψη σε έχουν φάει τα σκυλιά; Καταλαβαίνεις κουτορνίθι της δεκάρας πού πάμε; Πάμε στα σκατά και ξύπνα!!!!!!!!!
Σταμάτα πια να παριστάνεις τον ραγιά!!!!! Πέρασαν 193 έτη από το 1821…..μη μένεις εκεί και σκέψου!!!!!!!
Δεν υπάρχει κανείς σωτήρας από τους πουλημένους! Σωτήρας είσαι εσύ του εαυτού σου, που απαρνούμενος  τις αξίες, που κάποτε είχες στήριγμα, σταμάτα να κοιμάσαι.
Ασχολήσου με τα κοινά, σκέψου για τα παιδιά σου χωρίς την βοήθεια κανενός…μόνο με τη φωνή σου!!!!!!!
Ελληναρά χαζέ, ξύπνα!!!!!!!!!

(Μαζί με σένα χαζοελληναρά, συμπεριλαμβάνομαι και εγώ που διαμαρτύρομαι γράφοντας, αντί να τους σπάσω τα κεφάλια)