Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Τρία σπίρτα, τρεις αλήθειες

    Έκανε κρύο φοβερό, έπεφτε χιόνι πυκνό και είχε αρχίσει να νυχτώνει· το βράδυ, το τελευταίο βράδυ του χρόνου, πλησίαζε. Αλλά παρά το κρύο και το σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι, ξεσκούφωτο και ξυπόλυτο, γύριζε στους δρόμους. Όταν έφυγε από το σπίτι της φορούσε παντόφλες, αλλά ήτανε πολύ μεγάλες, αφού ανήκαν στη μητέρα της, και της έφυγαν από τα ποδαράκια κάποια στιγμή που διέσχιζε τρέχοντας το δρόμο για ν' αποφύγει δυο άμαξες. Η μία παντόφλα χάθηκε, την άλλη την άρπαξε ένα παιδί που ήθελε να την κάνει κούνια για την κούκλα του.
  Έτσι λοιπόν το κοριτσάκι περπατούσε ξυπόλυτο και τα πόδια του είχανε μελανιάσει από το κρύο. Κρατούσε ένα ματσάκι σπίρτα στο χέρι, και στην τσέπη της φθαρμένης της ποδιάς είχε κι άλλα. Κανένας δεν είχε αγοράσει ούτ' ένα σπίρτο όλη την ημέρα, κανένας δεν της είχε δώσει μια δεκάρα. Έτρεμε από το κρύο και την πείνα καθώς σερνόταν εδώ και εκεί  το κακόμοιρο το κοριτσάκι. Νιφάδες χιονιού κάθονταν στα μακριά, ξανθά μαλλιά της, που έπεφταν χυτά σε μπούκλες ως τους ώμους της· αλλά η μικρή δεν σκεφτόταν ούτε την ομορφιά της ούτε το κρύο. Σε όλα τα παράθυρα έλαμπαν φώτα κι η μυρωδιά της ψητής χήνας έβγαινε από μερικά σπίτια: ήτανε παραμονή Πρωτοχρονιάς....
  Παραμονή Πρωτοχρονιάς και κάπου εκεί, όπως ο Άντερσεν με τόση παραστατικότητα περιέγραψε στο όμορφο παραμύθι του, σε μια μεγάλη στολισμένη πόλη περιφερόταν αυτή σαν σκιά του εαυτού της. Ήταν όμορφη με πρόσωπο και μάτια εκφραστικά, που μαρτυρούσαν κάθε σκέψη της. Είχε όλα τα καλά, ένα ζεστό σπιτικό, πολλούς ανθρώπους γύρω της. Κρατούσε, όμως,  ένα κουτάκι με τρία σπίρτα στα προστατευμένα με γάντια χέρια της που ήδη είχαν μισοσκεπαστεί από το καλοραμμένο της παλτό. Παρατηρούσε ανθρώπους που περνούσαν από δίπλα της στον χιονισμένο δρόμο  με την ευτυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους, με ανεμελιά και ευθυμία. Η ίδια, όμως, κρύωνε. Την κρύωνε η θλίψη της, η απογοήτευση που είχε δοκιμάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Είχαν εισβάλει στην ζωή της άνθρωποι  με πολύ κακία στην ψυχή τους που ήθελαν να τρέφονται από τον συναισθηματικό της κόσμο και να ρουφήξουν με δύναμη την καθαρή καρδιά της. Ύπουλες θηλυκές, κενές αρσενικές υπάρξεις. Την φόρτωσαν με λόγια εκτίμησης, της προσέφεραν ελάχιστες στιγμές επίπλαστης ξεγνοιασιάς και στο τέλος εξαφανίστηκαν αφήνοντας μία δυσάρεστη οσμή, μία αίσθηση του σάπιου. Ήθελαν να ρουφήξουν σαν βαμπίρ όποια καλή σκέψη της είχε απομείνει, να θάψουν βαθιά τα όνειρα και τις ελπίδες της. Άκουσε λόγια ταπεινά, είδε συμπεριφορές που δεν ταίριαζαν στην ευαίσθητη φύση της. Έκανε υπομονή, χατίρια και δεν μίλησε ποτέ για να ελαφρύνει την πληγωμένη της ψυχή. Ήταν τελικά τόσο αφελής ή είχε πάντα μία περίεργη πίστη στους ανθρώπους, που την περικύκλωνε σε κάθε της βήμα, σε κάθε της ανάσα; 
   Ξαφνικά ήθελε να ζεσταθεί και άναψε το πρώτο σπίρτο. Έβγαλε μία ζωηρή, ζεστή φλόγα και τότε σα να φωτίστηκαν όλα. Έλιωσε αμέσως το χιόνι και βρέθηκε σ' έναν κήπο με κόκκινα τριαντάφυλλα και μικρά αγάλματα με την μορφή παιδιών να την χαιρετούν. Άπλωσε το χέρι της και άγγιξε τ' αγάλματα. Αυτά ζωντάνεψαν και με τις χαρούμενες παιδικές φωνές τους της τραγούδησαν και της χάρισαν όλα τα λουλούδια. Όλα τα τριαντάφυλλα κάλυψαν το παλτό της.  Έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια της, μέχρι που έσβησαν την φλόγα... 
    Συγκινημένη άναψε το δεύτερο σπίρτο. Ξαφνικά μπροστά της απλώθηκε η θάλασσα. Ήταν τόσο γαλήνια και ήρεμη που μόνο ο ελαφρύς παφλασμός των κυμάτων ακουγόταν που την παρέσυρε σ' ένα ρυθμό αργού χορού. Ήθελε να χορέψει, να πέσει στο νερό και να χαθεί σε αυτή την ομορφιά που δεν συγκρινόταν με όλα τα έργα των κλασσικών. Έσκυψε και έπιασε την ζεστή άμμο που ήταν στολισμένη με μικρά πολύχρωμα κοχύλια. Αυτά, ευθύς, άστραψαν και ο ήλιος τα μεταμόρφωσε σε μικρούς κρυστάλλους που έλαμπαν τόσο, ώστε να μην βλέπει πια. Μαγεμένη πάτησε το νερό, το οποίο έγινε ακόμα πιο γαλάζιο, πιο βαθύ και απ' αυτό του ουρανού. Το σπίρτο, όμως, έσβησε...
   Της είχε μείνει άλλο ένα και μοναδικό. Ακόμα κρύωνε, όχι όμως τόσο πολύ πια. Δεν το σκέφτηκε καθόλου και το άναψε. Μπροστά της εμφανίστηκε ένας άγγελος με άσπρα φτερά μεγάλα, με μία κορμοστασιά που θα ζήλευαν κι αγάλματα, με μάτια τόσο βαθιά μπλε όσο η θάλασσα και ο ουρανός που λίγο πριν είχε αντικρίσει. Ασάλευτη έμεινε να τον κοιτάζει, να θαυμάζει αυτή την τελειότητα, που η φλόγα της είχε χαρίσει. Ο άγγελος με ένα βλέμμα προστασίας την αγκάλιασε και την πήρε μαζί του κάτω από τα φτερά του. Είχαν ήδη φύγει μακριά και ίσως ήταν ο τελευταίος μεγάλος ανεξερεύνητος ορίζοντας που την καλούσε να ξαναγεννηθεί, που την έσπρωχνε σε μία διάσταση τόσο ελκυστική, τόσο ονειρική. Σε μία διάσταση που δεν είχε ποτέ φανταστεί ότι μπορούσε να υπάρχει, όπου κατοικούσαν όλες οι δυνάμεις, όλα τα συναισθήματα, όλες οι φανερές, οι κρυφές σκέψεις. Ήταν η  ελευθερία, η μαγεία,  το φως, που μόνο εκεί έβλεπε τον σκοπό της, η δημιουργία. Η δημιουργία μίας αίσθησης και η πλήρης απελευθέρωση του πνεύματός της. Δώρο από τον άγγελό της, τον προστάτη της. Το σπίρτο αυτό δεν έσβησε ποτέ…..
    Ίσως να υπάρχουν  πολλές ψυχές εκεί έξω έχουν ανάγκη τα τρία σπίρτα, όπως η μικρή τραγική ηρωίδα του Άντερσεν. Ο ένας μπορεί να θέλει πραγματικά να ζεσταθεί, ο άλλος να δει αυτό το κάτι διαφορετικό, που θα λιώσει ίσως την παγωμένη του σκέψη ή θα επανεκκινήσει τους χτύπους της καρδιάς του. Για τον καθένα μπορεί να λειτουργεί διαφορετικά, μα ίσως να υπάρχει μία ερμηνεία αποδιδόμενη σε τρεις λέξεις. Αισιοδοξία, τόλμη και συναίσθημα. Τρία σπίρτα, τρεις φλόγες, τρεις αλήθειες….γιατί η ζωή μία φορά έρχεται, όχι δεύτερη!