Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Αφροδίτη

   Μία νύχτα, με την φαντασία μου να καλπάζει σαν αδάμαστο άλογο σ' έναν τόπο άγριο, περπατώντας στο μικρό γνώριμο σοκάκι του Θησείου, πριν ακόμα με καλέσει ο σταθμός του τρένου για να καταλήξω στο άχαρο σπίτι μου, το να λοξοδρομήσω ήταν μία εικόνα, που διαρκώς τριβέλιζε το μυαλό μου. Να λοξοδρομήσω προς ποιον προορισμό και με ποια κατάληξη; Τίποτε από αυτά δεν με συγκινούσαν. Σύμμαχός μου το σκοτάδι, που απλωνόταν σαν σύννεφο και σκέπαζε τα σπίτια κάνοντας τα να φαίνονται τεράστια, σαν τρομακτικοί γίγαντες του παραμυθιού, μετατρέποντας το αδάμαστο άλογο σε θηρίο.
    Χωρίς κατεύθυνση, χωρίς δεύτερη σκέψη συνέχισα τον δρόμο μου προς το άγνωστο. Από μακριά διέκρινα ένα νεοκλασικό κτήριο, μάλλον μπαρ θα ήταν, διακοσμημένο στην άκρη του με λίγα ανάγλυφα γλυπτά, που νόμιζες ότι ξεπήδησαν από  πίνακα του Μποτιτσέλι. Αμέσως, κέντρισε την περιέργειά μου και άρχισαν να περπατώ προς τα εκεί. Μόλις πλησίασα, άκουσα μία μελωδία τόσο διαφορετική, τόσο ελκυστική που δεν άντεξα, παρά να μπω και να νιώσω τον ενθουσιασμό που πηγαία η όλη εικόνα δημιούργησε. Πράγματι ήταν ένα πανέμορφο μέρος με γούστο διακοσμημένο, που αλλού έβλεπες ζωγραφισμένες φιγούρες της αναγέννησης, αλλού κεριά επιβλητικά, που σου έδιναν την αίσθηση ότι έμπαινες σε κάποιο παλάτι μιας ξεχασμένης εποχής. 
    Δεν είχα άλλη επιλογή από το να καθίσω και να αφεθώ στην μαγεία της εικόνας, της μουσικής, της αναγέννησης.....
    Χαμένη στις σκέψεις, που ο χρόνος δεν είχε σημασία, που οι νότες πατούσαν σε άλλη διάσταση, ξαφνικά ένιωσα κάποιος να με σπρώχνει απαλά. Χωρίς να τολμήσω να γυρίσω, αναστατώθηκα, λες και κάποιος ήθελε να σπάσει την γέφυρα μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Στην ταραγμένη μου ευαισθησία διέκρινα άθελά μου ένα χαμόγελο τόσο βαθύ, μία όψη τόσο εκφραστική που αυτόματα ένιωσα ένα ρίγος, μία δύναμη να ξεσηκώνει κάθε κύτταρο του σώματός μου. Μία αρσενική παρουσία τόσο δυνατή, αρρενωπή, που μάλλον ποτέ δεν υπήρχε, αλλά κάπου πάντα τριγύριζε και ήταν έτοιμη να διεισδύσει βαθιά μέσα στο νου, στο όνειρο, στο πάθος. 
   Δεν χρειάστηκε να μιλήσω, ούτε να κουνηθώ. Ο μαγνήτης ήταν ισχυρός. Το ποτό, που τρέμοντας πια κρατούσα στα χέρια μου, είχε γίνει αμβροσία. Με την τροφή των αθανάτων μακάρι να μην σταματούσε ποτέ αυτή η έλξη, αυτό το συναίσθημα. Ήθελα να παγώσει η στιγμή και αυτός να στέκεται δίπλα μου κοιτώντας μου με βλέμμα διαπεραστικό και ανάσα, που προδίδει τις πιο ανεξερεύνητες αισθήσεις. Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στην αγκαλιά του να με κρατά τόσο σφιχτά που πλέον δεν είχα επιστροφή, δεν είχα προορισμό. Η γέννηση της Αφροδίτης είχε ήδη ολοκληρωθεί. Μία σφιχτή αγκαλιά, ένα φιλί με πάθος, όλη η ένταση του πίνακα ζωντάνευε...ζωντάνευε μπροστά μου. 
   Το αδάμαστο άλογο  άρχισε να τρέχει ανεξέλεγκτα. Τα χέρια του δεν ήταν γκέμια, αλλά ένα ράπισμα στην ελευθερία, στο πάθος, στην κυριαρχία των εικόνων, των αισθήσεων. Δεν ήθελα να απομακρυνθώ από το σώμα του, που σκόρπιζε στην ήδη φορτισμένη ατμόσφαιρα την ευωδία της ιερότητας. Το να έχει αγκιστρωθεί ο ένας πάνω στον άλλο χωρίς λόγια, χωρίς περιττές κινήσεις, υπό το χαμηλό φως των κεριών και τη μελωδική μουσική να γοητεύει, ήταν σαν συνωμοσία όλων των στοιχείων, έμψυχων και άψυχων, για να μην τελειώσει ποτέ......Να μην τελειώσει η ιερότητα της στιγμής, του θαύματος της Αφροδίτης. 
   Το παραμύθι της μαγείας ζωγράφιζε τον πίνακα της απόλυτης αναγέννησης. Τα χρώματα, ο ήχος, το φως, η έλξη, η οσμή του είχαν μετατρέψει την απόκλιση από την πορεία μου προς το τρένο σε μία φανταστική ευχαρίστηση του να είσαι ζωντανός και να ονειρεύεσαι.......
Και ναι. Ονειρευόμουν την συγκλονιστική αυτή αυτή στιγμή, που πήρε σάρκα και οστά. Τύχη, τόλμη, θάρρος, όλες οι πόρτες των συναισθημάτων ανοιχτές;
Δεν είχα παρά να τις ακολουθήσω...... Το αποτέλεσμα αποζημίωσε την αδάμαστη ψυχή μου νιώθοντας  σε εγρήγορση, έτοιμη να εισπράξω την παραμικρή δόνηση του σύμπαντος. Όλα είχαν μιλιά, φώναζαν. Ο έρωτας, ο πόθος, ο παλμός...... Ναι είχε γεννηθεί μία Αφροδίτη.....η Αφροδίτη των αισθήσεων.....