Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

Ξέσπασμα (απόσπασμα)

".....Όλα στη ζωή ήταν στρωμένα, στην εντέλεια. Με εμφάνιση καταπληκτική, εργασία με κοινωνικό status, με προσωπική ζωή πετυχημένη, με οικογένεια αξιοζήλευτη, με άνετη οικονομική κατάσταση. Με σύντροφο, που κάποτε υπήρξε ο μεγάλος έρωτας. Δυναμική προσωπικότητα, με πυγμή, κοινωνικότητα και άμεση επιβολή. Με όλα τα ατού μίας ανθοστολισμένης πορείας, με λέξεις που προσδιορίζουν την έννοια της καλής τύχης. που δύσκολα μπορεί να υπάρξει στη σημερινή εποχή και σίγουρα ο θεός την έδωσε ως δώρο. 
 Στον όμορφο αυτό δρόμο, παρ' όλες τις δυσκολίες, που άπτονταν της καθημερινότητας και ήταν άμεσα αντιμετωπίσιμες, υπήρχε η πεποίθηση ότι τίποτε δεν θα τον χαλάσει. Γιατί ήταν φτιαγμένος από γερά υλικά που καμία άλλη δύναμη ή βούληση θα έσειε έστω και ένα εκατοστό του. Ήταν;
  Ναι. έτσι ήταν η ζωή της και η ζωή του. Με ενδιαφέρον, δυναμισμό, συντροφικότητα και όλα τα υπέροχα...έως τότε. Τότε που τον είδε για πρώτη φορά μπροστά της και άθελά της, λύγισαν τα πόδια της. Τότε που την είδε και της έκοψε τα λόγια, που δεν μπορούσε ν' αρθρώσει ούτε μία λέξη, που πάγωσε, που έτρεμε κι ας είχε την φήμη της θαρραλέας. Σα να την χτύπησε κεραυνός και δεν μπορούσε να συντονίσει καμία κίνηση του σώματός της. Σα να ήρθε ένα χέρι να διαγράψει ό,τι είχε μάθει για την ζωή, ό,τι είχε λατρέψει, όποιο δεδομένο την καθόριζε. Ο νους της κυριεύτηκε από την αύρα του. Το έντονο αυτό συναίσθημα δεν περιγραφόταν ούτε με λέξεις, ούτε με εικόνες, ούτε  με την αίσθηση του να τον αισθάνεται και να πρωταγωνιστεί στα όνειρά της. Την παρέλυαν οι μύχιες σκέψεις της, την παρέλυαν τα μάτια του, την παρέλυε το μη. Το μεγάλο του μη, που έβγαινε από κάθε κίνησή του, από κάθε βλέμμα της. Ήταν τόσο ηλεκτρισμένη η ατμόσφαιρα που δεν μπορούσε ούτε να τον κοιτάζει,  γιατί την μάγευε, την ξεσήκωνε, της μιλούσε, έστω και αν δεν του έβγαινε ούτε μία λέξη, αλλά ο νους του μίλαγε.
Η καρδιά της ήταν βέβαιο ότι δεν θα ξαναχτυπούσε με τέτοια δύναμη. Τον λάτρεψε χωρίς να το ξέρει, χωρίς να τον ξέρει, έστω και αν την αγνοούσε, έστω και αν ο ίδιος φοβόταν περισσότερο απ' όσο αυτή πάλευε την ύπαρξή της....
Δεν ήξερε πώς θα καταφέρει να την δει, να την προσέξει, να την προσεγγίσει. Τον σκεφτόταν κάθε ώρα κάθε λεπτό. Της έγινε εμμονή μία και μόνο σκέψη. Να του μιλήσει, να τον νιώσει από κοντά, να τον μυρίσει, να καταλάβει.
Ήταν αλήθεια όλα όσα αισθανόταν, όσα την παρέλυαν, όσα την τρέλαιναν, ότι υπήρχε, ότι είχε την τύχη να τον γνωρίσει; Ένα μεγάλο ερωτηματικό στην ίδια και στην μέχρι τότε ζωή της. Το μεγάλο ερωτηματικό του έρωτα να την κυνηγά, αφού έως τότε το είχε ξεχάσει. Eίχε ξεχάσει να ονειρεύεται, να μιλά, να τολμά, να γεύεται, να ερωτεύεται το ωραίο, το κάτι διαφορετικό.
   Είχαν μία στρωμένη, αλλά στολισμένη γεμάτη υποκρισία και λογοκρισία ζωή. Δεν τους επιτρεπόταν να αναπνεύσουν, δεν τους επιτρεπόταν να θέλουν. Το να θέλουν ήταν το μη, το μη το δικό της, το μη το δικό του, το μη όλων τους που τους εμπόδισαν να είναι μαζί. Ήθελαν. Ποθούσαν ο ένας τον άλλον, αλλά δεν τολμούσαν. Γιατί οι αγκυλώσεις τους σταμάτησαν, τους έπνιξαν μέσα στην ίδια τους απελπισία. Γιατί τα κοινωνικά μικρόβια τους χτύπησαν. Γιατί τους έμαθαν να ζουν χωρίς τόλμη και με την φόρτιση από τις ανάγκες των άλλων! Γιατί κάποιοι  ενοχοποίησαν την απόλαυση, τον έρωτα, την ανάγκη να είναι μαζί και να είναι ελεύθεροι.
Και αυτό γιατί ελευθερία αισθήσεων και απολαύσεων, χωρίς αποδοχή της ίδιας της ύπαρξης, δε νοείται.
Δε νοείται βασανισμός των σκέψεων και έλλειψη πρωτοβουλίας.....
Δε νοείται οτιδήποτε  καταδικάζει την αύρα των συναισθημάτων, τον αυθορμητισμό, τον πόθο, την κόλαση, τον έρωτα......."

(ξέσπασμα....απόσπασμα)

  

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Μια εικόνα; Ίσως!

  Ίσως, κάπου κάποτε να έγιναν όλα αυτά. Ίσως και όχι. Ίσως, η τόσο ήρεμη τάξη των πραγμάτων, η τόση σιγουριά ότι όλα θα κρατούσαν, ότι τίποτε δεν θα τάραζε τα νερά, δημιουργούσαν ψευδαισθήσεις και έκρυβαν αλήθειες για τα καλά στα ενδότερα της ψυχής.
  Ξεκίνησε σαν ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι του μυαλού, που αν σχηματιστεί η ιδεατή εικόνα, γίνεται τόσο ενδιαφέρον, τόσο μαγικό, αλλά και εξίσου βασανιστικό. Γιατί έχεις ν' ακολουθήσεις μία διαδρομή. Γι αυτήν που περιμένεις ώρες το τρένο, για να περάσει, με επιβάτη εσένα, μέσα από πολύχρωμες σπηλιές, άγρια δάση, μεθυστικούς επίγειους παραδείσους. Το παιχνίδι γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον, όμως, όταν στην ιδεατή αυτή φανταστική εικόνα αρχίζει να μιλά η διαίσθηση, όταν η τηλεπάθεια, με αποδέκτη ένα διαφορετικό μυαλό, παίζει πια με τους δικούς της κανόνες. 
  Έφτανε μόνο μία θεϊκή σύνθεση μελωδίας, ένας ήχος γοητευτικός, για να αισθανθεί ότι η εικόνα του την επηρέαζε. Την επηρέαζε χωρίς να το καταλάβει. Δύο φορές όλες κι όλες τον είχε συναντήσει. Και αυτές πάντα κρατώντας τον τυπικό χαιρετισμό μίας κυρίας της καλής κοινωνίας, χωρίς να του δώσει το παραμικρό έστω και ελάχιστο ενδιαφέρον, όσο και να την τσίμπαγε ή να την βασάνιζε το εάν. Δίσταζε να του μιλήσει. Αισθανόταν ανασφάλεια, έχανε τα λόγια της, με τα οποία περίτεχνα χειριζόταν την ζωή της, έτρεμε όταν τον έβλεπε. Τον φοβόταν; Φοβόταν αυτό που θα ακολουθούσε, αν τυχόν ξεχνούσε την πόρτα του μυαλού της ανοιχτή και άφηνε να διαφανεί σαν αέρινη κουρτίνα η σκέψη της που είχε γραμμένη το όνομά του. Κρατούσε επτασφράγιστο μυστικό την σκέψη της γι' αυτόν. Δεν έπρεπε να την καταλάβει. Δεν έπρεπε. Ανάμεσα στους δαίμονες με αγγελική μορφή κρυβόταν, τυραννιόταν, έπλαθε ιστορίες με πρωταγωνιστή αυτόν. Επιθυμούσε πολύ η εικόνα του να ζωντανέψει δίπλα της, να την αγγίξει, να την εξερευνήσει, να την απολαύσει. Μα πώς θα γινόταν κάτι τέτοιο, όταν ο ίδιος της ο εαυτός της είχε απαγορεύσει μία και καλή να μην κοιτάζει την εικόνα του; Όταν το περιβάλλον της γινόταν καταπιεστικό, όταν όλοι την παρακολουθούσαν μήπως στραβοπατήσει, όταν οι αλυσίδες έσφιγγαν και την κρατούσαν κλειδωμένη σ' ένα πέτρινο γκρίζο κάστρο; 
  Έπρεπε, επιτέλους, να παίξει το παιχνίδι που το μυαλό της είχε δημιουργήσει, προκειμένου να ζήσει επιτέλους αυτό που ονειρευόταν. Να έχει την εικόνα του δίπλα της, έστω για μία στιγμή, να έχει την ευκαιρία να τον ακουμπήσει χωρίς τα μάτια, τον φόβο, το ανελέητο κυνηγητό της μικροαστής πραγματικότητας. Πώς θα το κατάφερνε αυτό; Και αν όλα όσα αισθανόταν ήταν μία αυταπάτη ή ακόμα ένα αποκύημα της φαντασίας της; Τουλάχιστον, θ' απελευθερωνόταν από την εικόνα του, παρ' όλο που στην ψυχή της το κενό θα μεγάλωνε και ίσως ν' αναζητούσε μία άλλη εικόνα. 
  Η τελική απόφαση είχε παρθεί. Έπειτα από μία γερή δόση μελωδίας, που συνήθως την ακολουθούσε στα όνειρά της, έδωσε διακριτικά το στίγμα της ότι βρισκόταν μόνη σ' ένα μέρος μακριά, αλλά τόσο κοντά για όποιον ήθελε να την βρει. Και ήλπιζε να την βρει αυτός. Τον ζητούσε. Δίψαγε να του μιλήσει, να την προσέξει, να την κοιτάξει, να την αγγίξει, να την πάρει μακριά από όλους και όλα. Ήταν ρίσκο, γιατί η ανταπόκριση δεν είναι έννοια δεδομένη και τα μηνύματα δεν είναι πάντα τόσο σαφή.  Δεν την ένοιαζε, όμως, πια. Το είχε αποφασίσει. Θα παραδεχόταν την ήττα της.
  Αφού αφιέρωσε χρόνο στην εμφάνισή της, μιας και αυτό ήταν φυσικό της προσόν, και φρόντισε να γίνει όσο πιο ελκυστική μπορούσε, περπατούσε αργά στα σοκάκια της πόλης τρέμοντας ότι είχε προκαλέσει άσχημα την τύχη της. Τα τακούνια της χτυπούσαν το έδαφος γρήγορα και ρυθμικά, όπως εξάλλου είχε αρχίσει και η καρδιά της να συντονίζεται στο βήμα. Μπήκε στον χώρο, που με διακριτικότητα του είχε μαρτυρήσει, και περίμενε. Με αμηχανία παρήγγειλε ένα ποτό, τόσο δυνατό, που ήλπιζε ότι με αυτό θα σταματούσε, αμέσως, το ρίγος που την είχε κυριεύσει. Το βλέμμα της έπεσε πάνω σε ένα κερί στολισμένο με λουλούδια, που τρεμόπαιζε σαν την αγωνία της. Η ώρα κυλούσε χωρίς καμία εξέλιξη. Είχε πλέον απογοητευτεί. Είχε αρχίσει να μαλώνει το μυαλό της που το άφησε αχαλίνωτο, που του επέτρεψε να φτιάξει εικόνες. Μάλωνε την ίδια της την φύση, που αφέθηκε σε μία εικόνα, που παρασύρθηκε από ένα όνειρο χωρίς να έχει την παραμικρή ελάχιστη απόδειξη, το παραμικρό ελάχιστο σημάδι ενδιαφέροντος ως προς αυτήν.
  Μετά το πρώτο ποτό, ακολούθησε ένα δεύτερο δυνατότερο κόκκινο κρασί για να την παγώσει, για να μην αισθάνεται τίποτα και να ξεχάσει το μεγάλο της φιάσκο. Εκεί κύλησε ένα δάκρυ στο μάγουλό της τόσο ζεστό, όσο και η εικόνα που είχε πλάσει γι αυτήν και αυτόν. Το κερί κόντευε να σβήσει, όπως και η ίδια. Με όση δύναμη της είχε απομείνει, σήκωσε το βλέμμα της προς τον μπαρτέντερ, ο οποίος κυριολεκτικά την είχε συμπονέσει βλέποντάς την να μαραζώνει, να χάνει και το τελευταίο χρώμα που της έδωσε ο θεός. Γυρίζοντας προς την τσάντα της και με τα όνειρα χαμένα, ένα χέρι την ακούμπησε στην πλάτη. Έστριψε ξαφνικά τον κορμό της και τον είδε. Στεκόταν εκεί μπροστά της, ψηλός, όμορφος με διαπεραστικά μάτια, με την τόσο σαγηνευτική αύρα του να την κοιτά, να την ακουμπά, να την αγκαλιάζει. 
"Το μυστικό μας είναι ασφαλές." 
"Κανείς δεν θα μπει στον κόσμο μας"
"Δεν θα ζούμε μία ζωή με φόβο"
 Τρεις προτάσεις που επιβεβαίωσαν τις σκέψεις της, που δεν πρόδωσαν το μυαλό της, την εικόνα της γι' αυτόν. Είχε πια την ευκαιρία να τον αγγίξει, να τον αγκαλιάσει, να τον πάρει μακριά και να δει τα μάτια του να λάμπουν ακόμα παραπάνω. Ήρθε η ώρα ν' αφήσει για τα καλά πίσω της το παιχνίδι του μυαλού και να ζήσει μαζί του. Να ζήσει μαζί του τόσο δυνατά, τόσες ώρες, τόσες στιγμές, όσο ο θεός Έρωτας της επέτρεπε, όσο το χάος θα έφερνε την αρμονία, την κόλαση, τον παράδεισο, την πραγματική επιθυμία....... 
   
Μία εικόνα, χίλιες σκέψεις, συναισθήματα που ξεπηδούν σαν τρελά. Πώς μπορούμε να ξέρουμε, αν όλα είναι αλήθεια ή απλά ένα παιχνίδι του μυαλού; Απάντηση καμία. Σςςςςς. Ίσως θέλει τόλμη, ρίσκο και προσπάθεια. Ίσως; 
Δεν ξέρω.  Ίσως...πολλά ίσως! (to be continued)