Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

15 μέρες 15 ώρες 15 λεπτά

Ήταν να μην πέσει πάνω του. Η μοίρα, ίσως, της έκρυβε μία έκπληξη, ένα γερό παιχνίδι, που τότε με τίποτα δεν μπορούσε να φανταστεί...
"Εσείς τί θα πάρετε, δεσποινίς"; Κάτι που ήχησε στ' αυτιά της `Ελλης σαν κρύσταλλο που έδινε τον πιο γοερό του τόνο, καθώς μόλις είχε κλείσει τα σαράντα και η λέξη "δεσποινίς" την ξύπνησε. Δεσποινίς ετών σαράντα, με ήδη τρία παιδιά στο ενεργητικό της, έναν γάμο κοινωνικά αποδεκτό και με μία θέση, που άλλοι θα σκότωναν για να την αποκτήσουν. Στέλεχος σε πολυεθνική εταιρία με μηνιαίο μισθό τριπλάσιο ενός συνηθισμένου, του δημοσίου υπαλλήλου ας πούμε, στα χρόνια της κρίσης. Μένοντας σε ένα σπίτι πολυτελές, με καναπέδες περίτεχνους, με πίνακες που μαρτυρούσαν την Γαλλική Επανάσταση των αισθήσεων, με τον σουρεαλισμό και τον ρεαλισμό μιας άλλης εποχής! Με κάθε άνεση που η ζωή απλόχερα της είχε χαρίσει, δε νομίζω ότι θα σκεφτόταν ποτέ τα όσα θα ακολουθούσαν εκείνο το δεκαπενθήμερο, το πιο απίθανο, από κάθε άποψη, δεκαπενθήμερο της ζωής της. 
   Σηκώνοντας το κεφάλι προς τα επάνω για ν' απαντήσει σ' αυτό το "δεσποινίς", καθώς την είχε κουράσει ήδη η πολυλογία με την αιώνια, αλλά πάντα δίπλα, φίλη της, ξαφνικά αντίκρισε ένα πρόσωπο τόσο αθώο, τόσο όμορφο, έναν νέο άνδρα που ξεχώρισε, χωρίς να τον έχει δει, για την γεμάτη καλοσύνη φωνή του. Ήταν ένα τόσο ντροπαλό αγόρι, που της χαμογέλασε αμέσως, που το πρόσωπό του φώτιζε από τη δύναμη των ματιών του. Τα μάτια του θύμιζαν την θάλασσα που μόλις είχε ηρεμήσει από τρικυμία και είχαν κλέψει το βαθύ της μπλε, που προμήνυε ότι τίποτε δεν ήταν όπως φαινόταν. Ναι, την είχε μαγέψει με το βλέμμα του, με το μπλε της αβύσσου, με το μπλε που πάντα ηρεμεί και ταυτόχρονα ταράζει. Με ένα μπλε που ίσως την σημάδευε για πάντα; Ποιος ήξερε;
  Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, όπως ήταν μοιραίο, και ευθύς  η ύπαρξή της ένιωσε να κάμπτει όλες τις αντιστάσεις της, να παραλύει κυριολεκτικά τα μέλη της. Μόνο με μία ματιά. Με την μπλε του ματιά. Σηκώθηκε με αμηχανία και πλήρωσε χωρίς να πει γιατί. Γιατί ήθελε να φύγει τρέχοντας, γιατί έβλεπε ότι ένας δαίμονας με την όψη αγγέλου την πλησίαζε, μία κόλαση, ένας πειρασμός, στον οποίο δεν θα είχε αντίσταση καμία. Και έφυγε τρέχοντας  με την ανασφάλειά της να την κυνηγά, με την σκέψη στο οικοδόμημά της, στην ασφάλειά της. Ήταν εντελώς λογικό τις επόμενες ώρες να επέλθει επικοινωνία μέσω του φοβερού κοινωνικού δικτύου, καθώς έσπευσε να τον κάνει "φίλο", πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα την προσέξει.....γιατί η επικοινωνία πια η αληθινή είχε χαθεί στον κόσμο της δυαδικής γλώσσας, στον κόσμο της ντροπής, της ανασφάλειας.
Δεν την αγνόησε, όμως! Και αυτό ήταν το πρώτο γερό χτύπημα στην ήδη ανοιχτή πόρτα της ψυχής της..... Τον περίμενε; `Ισως!!!
Ίσως και όχι. Ενδόμυχα πάντα τον ήθελε και δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί. Της "έκλεισε το μάτι" με κάποια συνηθισμένα "like", που πλέον το "like" τείνει ν'αντικαταστήσει  το σε θέλω, το μου αρέσεις, το σε ποθώ. Τόσο απλό πια; Το ένα like τόσες σημασίες; Σημασίες σε λέξεις που κάποτε έκαναν την ζωή πιο μυστήρια, πιο γοητευτική......
  Και δεν έχασε καιρό. Το ένα like έγιναν πολλά και αποφάσισε να πάει να τον βρει. Δεν άντεχε μακριά από τα μάτια του, από το τόσο ευγενικό και χαμογελαστό του πρόσωπο, το τόσο γοητευτικό σχεδόν παιδικό χαμόγελό του....Ναι τον είχε ερωτευτεί! Με μία ματιά και με πολλά like! Σφάλμα; Ισως! Αφού τον βρήκε, την υποδέχτηκε με αγκαλιές λες και την ήξερε χρόνια, λες και διψούσε να την δει, λες και ήθελε να κρατηθεί από πάνω της και να μην ξεκολλήσει ποτέ. Την κάλεσε με αυθορμητισμό σπίτι του και της πρόσφερε τέτοια τρυφερότητα μόνο με την ματιά και το άγγιγμά του εκείνη τη στιγμή, λες και ήθελε για πάντα να την πάρει μαζί του και να την ανεβάσει στο σπίτι των μεγάλων θεών προσφέροντάς της αμβροσία όσες ώρες θα την είχε αιχμάλωτη ενός ονείρου, που δεν θα τελείωνε.....
Πράγματι, αψηφώντας όλες τις αναστολές της, όλους του φόβους της, τον περίμενε και τον ακολούθησε σε ένα μέρος, το σπίτι του, μπλε σαν τα μάτια του, σαν την ανάσα του, σαν το άγγιγμά του, σαν τον ίδιον, τόσο όμορφο όσο και αυτό που έβγαινε, όταν ήταν δίπλα του. Η νύχτα ήταν τόσο δυνατή, τόσο ατέλειωτη με το να κάνουν ασταμάτητα έρωτα, κοιτάζοντάς τον πάντα στα μάτια. Την είχαν κυριολεκτικά αιχμαλωτίσει σε μία πανδαισία συναισθημάτων, μία ορμή, που μόνο αυτή ένιωθε σαν χείμαρρος να την τυλίγει και να την παρασέρνει σε άλλους κόσμους. Ήταν ο μπλε της χείμαρρος, η εικόνα ενός αγγέλου που τόλμησε να αγκαλιάσει, να πιάσει τα φτερά του και να πετάξει μαζί του σε ένα άλλο σύμπαν, που δεν θα υπήρχε κανείς να τους κρίνει ή να τους προδώσει; Να τους κρίνει; Ναι δεν ήταν και το ιδανικότερο για το μυαλό κοντόφθαλμων ανθρώπων μία "δεσποινίς" ετών σαράντα να έχει ερωτευτεί έναν άνδρα σχεδόν εικοσιεννιά. Έντεκα χρόνια διαφοράς, έντεκα λόγοι για να γίνουν εύκολα αντικείμενο φτηνού σχολιασμού και αστεϊσμού.
Τίποτα δεν τους πτόησε. Κράτησαν τον έρωτά τους για δεκαπέντε ημέρες ακριβώς σε μία γυάλα, σε ένα σύννεφο που δεν θα τους πείραζε κανείς, δεν θα ένιωθαν ίχνος παραβίασης. Της μυστικής της ζωής με τον γάμο της και τα γαλάζια μάτια του, της μυστικής του ζωής με την παύση από την πιεστική σχέση του και το κορμί της που τον πότιζε χυμούς!
Γιατί μόνο δεκαπέντε μέρες; Γιατί ξαφνικά ο μικρός γαλάζιος θεός, ο άγγελος με το απίστευτα όμορφο χαμόγελο ξαφνικά έφυγε. Απομακρύνθηκε. Της παρίστανε τον αδιάφορο, λες και η σχέση τους θα τον παγίδευε σε κάτι που δεν μπορούσε να διαχειριστεί. Και τί είχε να χάσει, μήπως; Τα παιδιά ή έναν καλό γάμο ή μία αξιοζήλευτη εργασία; Τίποτε από όλα αυτά. Φρόντισε, όμως, να μη χάσει το ναρκισσισμό του,  να μην ταπεινωθεί στα μάτια της ανιαρής πιεστικής σχέσης του, στη συνήθεια της ανούσιας έως τότε ζωής του. Νύχτα, κορίτσια και μία ξανθούλα να γεμίζει τις άχαρες ατέλιωτες ώρες που νόμιζε ότι ζούσε. Δεκαπέντε μέρες του αρκούσαν να αλλάξει, να αρχίσει να ψάχνει την ουσία; Απάντηση δεν θα δοθεί ποτέ.
   Μπορεί και αυτή να είχε ανούσια, κατ' αυτόν ζωή,  αλλά θυσίαζε πολλά περισσότερα με το να βρίσκεται δίπλα του. Θυσίαζε τους κόπους της, τα παιδιά της, την σταθερότητά της...μόνο για τα μάτια του.......
      Λένε πως ο έρωτας είναι τυφλός, ότι δεν προειδοποιεί, ότι έρχεται με την μορφή μικρού φτερωτού αγγέλου που χτυπά αλύπητα όποιον βρεθεί στον διάβα του.... Μου έκαναν εντύπωση τα μάτια του, η δύναμή της. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος, διαφορά ηλικίας ή όχι. Τα μάτια του, άκρως ερωτεύσιμα, το κύρος της, άκρως εντυπωσιακό. Δεν θα κρίνω κανέναν, δεν υπάρχει κριτής και κρινόμενος. Υπάρχει από αυτήν ένα τρομακτικό συναίσθημα, που στηρίχτηκε στα μάτια, στο χαμόγελο, στην απόλυτη επιβεβαίωση και στη δίνη σκέψεων που δεν τολμούσαν να ειπωθούν. Υπάρχει από την πλευρά του ένας άκρατος ενθουσιασμός, ένας θαυμασμός, μία επιβεβαίωση, μία δειλία. Δειλία ναι, καλά ακούσατε. Και αυτό, γιατί δεν είχε το θάρρος να της πει ευθέως τα όσα ένιωθε είτε αρνητικά είτε θετικά. Την άφησε σε δεκαπέντε μέρες γεμάτη ερωτηματικά, για δεκαπέντε ώρες χωρίς καμία απόκριση, για δεκαπέντε λεπτά να την κοιτά σαν ένα τρομαγμένο μικρό αγγελούδι που με τα γαλάζια του μάτια δεν θα την ξεχνούσε ποτέ, όσο και αν το ήθελε.........