Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Στο μικρό καφενεδάκι

Πάντα υπάρχει τρόπος διαφυγής, έστω και αν η πραγματικότητα γεμίζει ενοχές ή σε πνίγει  κρατώντας σε σφιχτά από την φόρα της δημιουργίας, της έκφρασης, της ελευθερίας. Θέλει τόλμη η δημιουργία, εφόσον αποφασίσεις να σπάσεις το κατεστημένο του εαυτού σου, να πατήσεις το κουμπί του εγκεφάλου που θα ξεκλειδώσει κόσμους που δεν είχες ποτέ αντιληφθεί. Δεν είναι τόσο απλό, αλλά και ούτε ακατόρθωτο. Μερικές φορές πρέπει να έρθει αυτό το κάτι, αυτό το μικρό, αλλά δυνατό σκούντημα που βγάζει από τον λήθαργο. Όλες οι σκέψεις, όλες οι πράξεις ζητούν την αφορμή. Μία αυθεντική αφορμή που έρχεται εντελώς ξαφνικά και απροειδοποίητα, όχι, όμως, και τόσο, όταν είσαι υποψιασμένος...
  Ένα όμορφο πρωινό του Νοέμβρη, που ο ήλιος μόλις είχε ξεπροβάλει από την μυστική κρυψώνα του και φώτιζε τα γκρίζα τεράστια κτήρια, ετοιμαζόμουν να δώσω τον καλύτερό μου εαυτό στην έως τότε διασκεδαστική εργασία μου. Ναι η εργασία μου ήταν διασκεδαστική, αφού έπρεπε να συναντώ κόσμο, να προωθώ ιδέες, να πουλώ ένα προϊόν, που θα απέφερε κέρδη, αλλά και μεγάλα μπόνους στην δική μου τσέπη.  Η εταιρία δεν ήταν μακριά. Σε λίγα μόλις μέτρα από το διπλανή πλατεία, που ο θεός να την έκανε πλατεία, με τόσες ακαθαρσίες και παρατημένα τα ελάχιστα φυτά που είχαν απομείνει. Με την άψογα περιποιημένη "στολή" μου, με το χαμόγελο της ευτυχίας κολλημένο στο πρόσωπό μου όρμησα στην εργασία μου για να μαγέψω τους πελάτες, για να πουλήσω όσο περισσότερο μπορούσα. 
  Η εταιρία, θύμιζε μία καλοκουρδισμένη κυψέλη, που όλοι λειτουργούσαν αυτόματα με μοναδικό σκοπό την ικανοποίηση της βασίλισσας και την αύξηση των αριθμών. Τίποτα δεν ξέφευγε, τίποτα δεν έμενε απαρατήρητο. Μέρος και εγώ αυτού του ρυθμισμένου συνόλου πάτησα το start και χωρίς σκέψη έβλεπα και συνομιλούσα με ανθρώπους. Οι ακτίνες του ηλίου που πια χτυπούσαν με δύναμη το τζάμι του γραφείου μου, με έκαναν να σκεφτώ ότι έφτανε η στιγμή του μισάωρου διαλείμματος, που θα μου έδινε την ευκαιρία να απολαύσω έναν καφέ με την παρέα ενός παρηγορητικού τσιγάρου. Ναι ζήλευα, ήθελα ν' αποδράσω από το άχαρο γραφείο και δεν έβλεπα την ώρα...
  Το καφενεδάκι ήταν μία όαση, ένας άλλος κόσμος, που σε χαλάρωνε και σε γέμιζε κουράγιο ν' αντέξεις τις επόμενες δύσκολες ώρες.  Να βλέπεις την ομορφιά της Πλάκας, τον ήλιο να παίζει στα ξεθωριασμένα φύλλα των δέντρων, το αεράκι να σε ξυπνά ευχάριστα. Και ενώ είχα μόλις καθίσει, άκουσα μία γυναικεία φωνή, που τίποτε δεν μου θύμιζε έως τώρα. Γυρνώντας πίσω αντίκρισα ένα ψηλόλιγνο ξανθό γλυκό πρόσωπο, που  μου θύμισε  την Ευαγγελία, που παίζαμε  πριν από εικοσιπέντε χρόνια στο χωριό της, τότε που ήμασταν παιδούλες χωρίς άγχη, χωρίς στεναχώριες, αλλά με όνειρα γεμάτες. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη, καθώς η φίλη μου δεν είχε αλλάξει στο παραμικρό, ήταν το ίδιο ενθουσιώδης και εκλεκτική, όπως τότε. Είχε γίνει φωτογράφος. Μαζί της ήταν και ο `Ιαν, Λονδρέζος στην καταγωγή, αλλά με άπταιστα ελληνικά, που την βοηθούσε στην σκηνοθεσία της εικόνας. Ο Ιαν ήταν και αυτός ένα ψηλόλιγνο παιδί με πολύ εκφραστικά σκούρα γκριζογάλανα μάτια, αλλά πολύ χιούμορ. Με κέρδισε από την πρώτη στιγμή, γιατί έβγαζε μία απίστευτη ενέργεια και ταυτόχρονα έναν αυτοσαρκασμό, που σπάνια συναντούσες, αφού η εποχή χαρακτηρίζεται από υποκρισία και ανασφάλεια. 
  Ήταν πολύ σκληρό να γνωρίζεις ότι αυτή η συνάντηση είχε μπει στην κλεψύδρα. Κάθε κόκκος που έπεφτε με πλήγωνε, γιατί θα ξαναγύριζα στο μελίσσι. Η Ευαγγελία, αφού υποσχέθηκε ότι θα με ξανασυναντήσει, με αποχαιρέτησε. Το ίδιο υποσχέθηκε και ο Ιαν, κάτι που με χαροποίησε πάρα πολύ, αφού μόλις είχαμε γνωριστεί, αλλά αμέσως κατάφερε να με κερδίσει με έναν τρόπο που εκείνη την στιγμή δεν είχα καταλάβει. 
  Η επάνοδος στην κυψέλη με έκανε να σκεφτώ για πρώτη φορά ότι έχανα πολύτιμο χρόνο από εμένα. Με φόντο την Ακρόπολη, την απρόσμενη αυτή συνάντηση, το μουντό γραφείο, τους φλύαρους πελάτες δεν άντεξα και σηκώθηκα τρέχοντας προς την έξοδο. Ήθελα να ξαναβρεθώ εκεί, χωρίς να σκέφτομαι ούτε την απορία των πελατών, ούτε την κατσάδα του ζόρικου διευθυντή, ούτε την μιζέρια που έβγαζε το τεράστιο κτήριο με τις πλαστικές φθηνές πόρτες.
 Το καφενεδάκι ήρεμο, χρωματιστό με φύλλα του φθινοπώρου περίμενε. Περίμενε εμένα, την στιγμή, την επανάσταση της ίδιας ώρας, τις σκέψεις διαφυγής που ήδη είχαν κυριεύσει το μυαλό μου. Ίσως. Δεν άργησα να βρω την θέση μου, που παρέμενε άδεια. Ένας δεύτερος καφές, ένα δεύτερο τσιγάρο και μία ανδρική φωνή γνώριμη. `Ηταν ο `Ιαν, που  εμφανίστηκε απρόοπτα λέγοντας ότι η πολυτέλεια της φθινοπωρινής εικόνας τον περίμενε για να μεγαλουργήσει. Μέσα στο γέλιο του, αλλά και την ταυτόχρονη αμηχανία του, διέκρινα έναν βαθύτατα συναισθηματικό άνθρωπο, που δεν δίσταζε να κοροϊδέψει το εγώ του, να τονίζει πόσο ασήμαντος ήταν, ενώ για μένα ήταν ήδη σπουδαίος. Ήταν σπουδαίος, γιατί γέλασα, γιατί είχε έναν διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης της ζωής που έκρυβε την δημιουργία. Την δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών ενός έργου. Το στήσιμο του χώρου, τα χρώματα, η φαντασία. Και όλα αυτά με μία γερή δόση συναισθήματος και ταυτόχρονα στοιχεία κυνισμού, όταν έφτανε στον αυτοσαρκασμό του. Θα έλεγα ότι η πολυπλοκότητά του και το να προλαβαίνει τις σκέψεις μου μέσα από το χιούμορ, ήταν στοιχεία που θα με έκαναν υπό άλλες συνθήκες να τον ερωτευτώ τρελά. Αισθανόμουν ήδη ερωτευμένη με την τόλμη του, με το θάρρος να ξεγυμνώσει ό,τι υποκριτικό υπήρχε, με τη δύναμη να βγάλει τον καλύτερο, αλλά και τον χειρότερο εαυτό του άλλου δείχνοντάς του ποιος στ' αλήθεια είναι.
  Η συζήτηση είχε διάρκεια. Δεν τρόμαξα στο ότι έβγαλε τον εαυτό μου, όπως ήταν. Μία τρελή υπάλληλος που χανόταν στις πωλήσεις δίχως στόχο, δίχως προορισμό. Μία γυναίκα που δεν τόλμαγε να μιλήσει όπως ήθελε, γιατί παντού θα άκουγε την κατσάδα ενός άνοστου διευθυντή. Μία ύπαρξη που κρυβόταν στη σκιά, που τόλμαγε μόνο όταν φορούσε το προσωπείο της δύναμης, αλλά κρυφά από μέσα έκλαιγε. Ίσως έψαχνα έναν Ιαν, που τόσο τα εκφραστικά του μάτια όσο και η πολυπλοκότητα θα με ξύπναγαν από τον λήθαργο μιας μονότονης και βαρετής ζωής. Είχα φτάσει πολλές φορές στα όρια της απόγνωσης χωρίς να ξέρω το γιατί. Τώρα το έμαθα, γιατί τόλμησα ν' ακούσω.
  Ήταν ανώφελο να επιστρέψω στην εταιρία την επόμενη ημέρα. Με ένα στυγνό e-mail δήλωσα με αξιοπρέπεια την παραίτησή μου. Σα να θέλω να το γιορτάσω επανήλθα στον τόπο του εγκλήματος, στο μικρό καφενεδάκι. Αυτή την φορά ήταν πρωί και ο `Ιαν δεν ήταν εκεί. Και δεν θα ερχόταν ξανά ποτέ, διότι είχε ήδη φύγει για Ευρώπη και δεν θα επέστρεφε. Έκλεισε σε μία βαλίτσα τον δύσκολο, αλλά γοητευτικότατο χαρακτήρα του, και έφυγε στα μέρη της δικής του δημιουργίας. `Ενας ήχος από το υπερτιμημένο κινητό μου έκοψε την σκέψη. Ηθελημένα δεν απάντησα. Άρπαξα γρήγορα μία κόλλα χαρτί και άρχισα να γράφω. Να περιγράφω τι ξύλινες καρέκλες, τα χρώματα του καφενέ, τον ουρανό, τα δέντρα. Όλα ξαφνικά μιλούσαν, όπως μίλησε και ο `Ιαν στην καρδιά μου. Ήξερα ότι ανοιγόταν ένας κόσμος τελείως διαφορετικός που όλα του τα στοιχεία, καλά και άσχημα, με καλούσαν να τα γράψω. Με καλούσαν να μου πουν απεγνωσμένα τις δικές τους και σ' εμένα άφησαν μόνο την φαντασία...
  Πάντα υπήρχε τρόπος διαφυγής, αλλά εγώ δεν το γνώριζα. Μία εκπληκτική εικόνα, ένας `Ιαν, ένα μικρό καφενεδάκι, μία συζήτηση, μία διαφορετική προσέγγιση δίνουν τη λύση, αρκεί να υπάρχει η τόλμη. Και απ' ότι φάνηκε, υπήρχε και αρκετή για να δείξει τον δρόμο, την χαρά της δημιουργίας.



(Η παραπάνω ιστορία είναι στην ουσία της αληθινή με πολύ δόση, όμως, φαντασίας στα μερικότερα στοιχεία της. Η δημιουργία, οι στόχοι και ο άλλος τρόπος σκέψης έρχονται μόνο με τόλμη και αισιοδοξία. Μερικές φορές χρειάζεται αυτό το κάτι, το έναυσμα, αυτό το μαγικό. Και ένα μεγάλο ευχαριστώ σε αυτούς που συναντούμε ξαφνικά, μας το δίνουν χωρίς όριο απλόχερα, που εξακολουθούν να θέλουν να είναι στη ζωή μας έστω και για λίγα λεπτά... Σκίτσο: Ξένια Νικολαϊδου)