Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

Ήσουν


Πού ήσουν, αλλά μάλλον δεν ήσουν!!! Κι όμως, ήσουν…?
Ήσουν η σκιά της δυνατής φωνής του εαυτού μου, που με ξύπνησε, ενώ ήθελα να κοιμάμαι για ώρες, γιατί  κάποιοι με είχαν νεκρώσει για καιρό ρίχνοντάς μου στον ορό αναισθησία…. Ήμουν αναίσθητη για χρόνια ρίχνοντας μου το χάπι για τα περαιτέρω! Για να υπάρχει μία δικαιολογία, να μην μπορώ να νιώθω, να μην μπορώ να κρίνω, το τέλειο υποχείριο!!!
Πού ήσουν τόσο καιρό? Τι περίμενες?  Να πυροδοτήσεις την αλυσιδωτή αντίδραση? Γιατί περίμενες? Τι ήταν αυτό που ήθελες? Να νιώσεις το ωστικό κύμα της ανεξέλεγκτης έκρηξης? Ήξερες τι ήθελες? Ένα κουμπί ήταν μόνο! Και δεν άργησες να το πατήσεις, γιατί ήθελες, γιατί ήταν το σωστό!
Πυροδότησες έναν αντιδραστήρα στα τυφλά, γιατί ήθελες εσύ ο ίδιος ν’ απελευθερώσεις μια δύναμη που έκρυβες, ένα κρυφό κομμάτι σου, που δεν άντεξε στην ρουτίνα, δεν άντεξε στην ήρεμη παραλία των υπέλαμπρων κοινών επιδιώξεων! Πυροδότησες ένα ηφαίστειο που ήξερες με μαθηματική ακρίβεια ότι ήταν σβησμένο για χρόνια και ότι πλησίαζε η ημέρα της έκρηξης! Και αυτό, γιατί επιζητούσες την ελευθερία! Επιζητούσες να την δώσεις, αλλά και να την πάρεις! Την είχες ανάγκη όσο η φόρα της λάβας να κάψει τα πάντα στο πέρασμά της. Την είχες ανάγκη, γιατί και αυτή σε είχε… Πόση πια αλήθεια και πόσα πια ψέματα σε μια δυνατή φωνή του εαυτού?   
Αυτό ήσουν! Μια δυνατή φωνή ενός παραγκωνισμένου εαυτού μου… Μια δυνατή φωνή ενάντια στην επίπλαστη ευτυχία, σε κάθε καταπιεσμένο εγώ, σε μια ορθή φαινομενικά κοινωνική συμφωνία! Στην τελευταία επιπλεύσαμε, φέραμε επάξια τους ρόλους μας, υπακούσαμε αμέτρητες εντολές, λάβαμε απεριόριστα την υποτιθέμενη καταξίωση, γίναμε τα σύμβολα μας ωραιοποιημένης κοινωνίας, που νοσεί! Εσύ τους ρόλους σου τους βρήκες, τους κατάλαβες? Προφανώς και τους κατάλαβες! Εγώ τους βίωσα, ποτέ δεν τους κατάλαβα στην βάση τους και με τελμάτωσαν! Ένας ρόλος, μια ταμπέλα, ένα τέλμα! Σε όλα αυτά τι έμεινε? Η δυνατή φωνή που σε ταρακουνά, που σε ξυπνά και βλέπεις! Βλέπεις τις προθέσεις κατάματα, την ασχήμια στον καθρέφτη, την ομορφιά στις λεπτομέρειες, την ελευθερία στο νόημα μιας λέξης, που την ξεστομίζεις αυθόρμητα και σε απογειώνει. Η δυνατή φωνή που τροφοδοτεί την σκέψη, το νόημα, την ταύτιση, το κέφι, που γεμίζει το κενό με λάβα, αλλά και γένεση …
Με αυτή την δυνατή φωνή ήρθες, για να εμπνεύσεις! Για να δώσεις ένα ηχηρό τέλος στον φόβο, στην αναισθησία, στην επί χρόνια χούντα της συναισθηματικής νέκρωσης! Ήσουν μια δυνατή φωνή, η δυνατή φωνή, που την αντιλαμβάνονται μόνο οι δυνατοί, μόνο όσοι έχουν την ικανότητα να αντιληφθούν!  
Πού ήσουν, αλλά μάλλον δεν ήσουν!!! Κι όμως, ήσουν…!
Ήσουν πάντα, το ήξερες, αλλά και εγώ πια το ξέρω!
Πάτησες το κατάλληλο κουμπί και πλέον η δημιουργία είναι διάχυτη, η έκρηξη είναι ανεξέλεγκτη, το έργο φαίνεται και ήδη σαρώνει…
Που ήσουν? Πάντα ήσουν! Το μάλλον δεν χωρά!

(...ευχαριστώ την πηγή της έμπνευσης.... είναι πολύ λίγο ένα  ευχαριστώ...χάρη στην έμπνευση αυτή βγήκε στην επιφάνεια το "ήσουν" ενός αληθινού εαυτού που κάπου εκεί μέσα κρύβουμε, αλλά δεν τον αφήνουμε ποτέ να αναπνέει με όσο οξυγόνο υπάρχει γύρω του....μήπως είναι καιρός να τον αφήσουμε;)




Κυριακή 9 Ιουνίου 2019

Σε μισώ


Μισώ τον έρωτα…
Μισώ τον έρωτα, τ΄ανθισμένα λουλουδάκια, τα ολόλαμπρα φεγγάρια, του άθλιους στοίχους, τις κακογραμμένες σειρές ενός παλιομοδίτικου ρομάντζου, τις μικρές χαρές, τα μεγάλα λόγια. Μισώ ο,τιδήποτε χαρακτηρίζει αυτή την λέξη, τα άδηλα συναισθήματα, τα συνεχή καρδοχτύπια, τις αέναες άυπνες νύχτες, την ανυπόμονη προσμονή.
        Ποτέ δεν ήθελα τον έρωτα στην ζωή μου…
 Ήταν τροχοπέδη στην ουσία μου, βάλτωσε το μυαλό μου, αγκύλωσε τις πράξεις μου, ρήμαξε τις επιλογές μου. Δεν ήταν ποτέ ο έρωτας ο άντρας της ζωής μου, αλλά τον άφησα ν’ αλωνίζει ανελέητα κλειδώνοντάς με σ’ έναν λαβύρινθο χωρίς καμία έξοδο…
        Ποτέ δεν ήθελα τον έρωτα…
Ήταν μια ανόητη ρομαντική μπούρδα για αθώες κοπελίτσες με λευκώματα, για καρδιές με φτερά που πέταγαν δίχως πορεία στην άβυσσο, για σπατάλη αμέτρητων ωρών αποχαύνωσης και τρέλας. Ήταν η αιτία για το άνω κάτω, για μια ατελείωτη παραζάλη, που ποτέ μου δεν κατάλαβα αν άξιζε τον κόπο!
        Ποτέ δεν ήθελα…
Δεν ήθελα να ζω με ταραχή, ακροβατώντας σ’ ένα επικίνδυνα τεντωμένο σκοινί, που θα καθόριζε την μοίρα μου, που με μετέτρεπε σε νάνο μπρος στην πρόκληση του αύριο. Δεν ήταν δύναμη ψυχής. Ήταν μια φαντασίωση  που με στοιχείωσε χωρίς κανένα όραμα, που με προσγείωσε απότομα όσο κι αν με ύψωνε στα ουράνια!
        Ποτέ δεν…
Ναι υπάρχει το «ποτέ δεν». Δεν είδα καθαρά για να καταλάβω αν όλ΄ αυτά μαζί ήταν έρωτας ή απλά μια φαντασμαγορική σκιά του, που άλλα υποσχόταν και άλλα ξέρναγε στον διάβα του. Ένα κακέκτυπο της λέξης, μια θολή σκιά, ένα απολειφάδι μιας σκοτεινής οντότητας!
        Ποτέ…
Ποτέ ξανά παρτίδες με τον έρωτα. Σιχάθηκα τις ψεύτικες ηδονές του, την μάσκα του παραλογισμού του. Γιατί αυτός δεν ήταν έρωτας, αλλά ο δαίμονας με την παλικαρίσια όψη, με τα μαύρα μάτια να σε στοχεύει, με τα καλά κρυμμένα κέρατα έτοιμα να σε τρυπήσουν όσο πιο βαθειά! Δεν ήταν ο πλάστης άγγελος που με την πινελιά του θα ζωγράφιζε την φύση!
        Αποδεδειγμένα τον μισώ! Τον μισώ που σε τρέχει, που τον τρέμεις και ταυτόχρονα πελεκάει την καρδιά σου. Που πληγώνει σαν αδηφάγο τέρας, που σκοτώνει τελικά αργά μα βασανιστικά.
        Ναι! Αποδεδειγμένα μισώ αυτόν τον έρωτα, αλλά εσένα κι εσένα που με αφήσατε να χαθώ σε μια παραπλανητική δίνη. Δεν πιστεύω πια σε σένα, φίλε μου, αν και δεν έγινες ποτέ μου! Δεν θέλω να ξαναπιστέψω, γιατί τελικά δεν ήσουν εσύ. Ίσως δεν υπάρχεις! Ναι δεν υπάρχεις! Είσαι μια αυταπάτη, μια παραφωνία οργισμένων  ορμονών, που παίζουν μουσική κρατώντας σκόρπιες παρτιτούρες. Είσαι ο ίδιος ένα λάθος, ένα τυφλό σημείο, που θες να διεισδύεις στα άδυτα χρησιμοποιώντας δόλιες τέχνες.  
        Δεν σε θέλω πια, δεν σε βλέπω πια! Και αν προσπαθήσεις να με πείσεις, μην το αρχίσεις καν! Γιατί, πλέον, είμαι εδώ να σε αναγνωρίζω και να σε πολεμώ με όλο μου το είναι! Σε ξέρω πια καλά δαίμονα! Κι αν αυτή είναι η μορφή σου, εγώ δεν σε θέλω  έτσι έρωτα! Δεν θέλω να σε ξέρω…. Εκτός κι αν δεν ήσουν εσύ, αλλά η βλακεία της παιδικής μου φαντασίας, που με τον καιρό πήρες την χαζή μορφή σου, τροφοδοτήθηκες από την ανόητη ατολμία μου, γιγαντώθηκες και έγινες το φίδι που πάντοτε φοβόμουν….
        Εσένα, έρωτα, όπως ήρθες, κι αν ήσουν τελικά εσύ, δεν θέλω να σε ξέρω!
Σε μισώ!