Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Μια εικόνα; Ίσως!

  Ίσως, κάπου κάποτε να έγιναν όλα αυτά. Ίσως και όχι. Ίσως, η τόσο ήρεμη τάξη των πραγμάτων, η τόση σιγουριά ότι όλα θα κρατούσαν, ότι τίποτε δεν θα τάραζε τα νερά, δημιουργούσαν ψευδαισθήσεις και έκρυβαν αλήθειες για τα καλά στα ενδότερα της ψυχής.
  Ξεκίνησε σαν ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι του μυαλού, που αν σχηματιστεί η ιδεατή εικόνα, γίνεται τόσο ενδιαφέρον, τόσο μαγικό, αλλά και εξίσου βασανιστικό. Γιατί έχεις ν' ακολουθήσεις μία διαδρομή. Γι αυτήν που περιμένεις ώρες το τρένο, για να περάσει, με επιβάτη εσένα, μέσα από πολύχρωμες σπηλιές, άγρια δάση, μεθυστικούς επίγειους παραδείσους. Το παιχνίδι γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον, όμως, όταν στην ιδεατή αυτή φανταστική εικόνα αρχίζει να μιλά η διαίσθηση, όταν η τηλεπάθεια, με αποδέκτη ένα διαφορετικό μυαλό, παίζει πια με τους δικούς της κανόνες. 
  Έφτανε μόνο μία θεϊκή σύνθεση μελωδίας, ένας ήχος γοητευτικός, για να αισθανθεί ότι η εικόνα του την επηρέαζε. Την επηρέαζε χωρίς να το καταλάβει. Δύο φορές όλες κι όλες τον είχε συναντήσει. Και αυτές πάντα κρατώντας τον τυπικό χαιρετισμό μίας κυρίας της καλής κοινωνίας, χωρίς να του δώσει το παραμικρό έστω και ελάχιστο ενδιαφέρον, όσο και να την τσίμπαγε ή να την βασάνιζε το εάν. Δίσταζε να του μιλήσει. Αισθανόταν ανασφάλεια, έχανε τα λόγια της, με τα οποία περίτεχνα χειριζόταν την ζωή της, έτρεμε όταν τον έβλεπε. Τον φοβόταν; Φοβόταν αυτό που θα ακολουθούσε, αν τυχόν ξεχνούσε την πόρτα του μυαλού της ανοιχτή και άφηνε να διαφανεί σαν αέρινη κουρτίνα η σκέψη της που είχε γραμμένη το όνομά του. Κρατούσε επτασφράγιστο μυστικό την σκέψη της γι' αυτόν. Δεν έπρεπε να την καταλάβει. Δεν έπρεπε. Ανάμεσα στους δαίμονες με αγγελική μορφή κρυβόταν, τυραννιόταν, έπλαθε ιστορίες με πρωταγωνιστή αυτόν. Επιθυμούσε πολύ η εικόνα του να ζωντανέψει δίπλα της, να την αγγίξει, να την εξερευνήσει, να την απολαύσει. Μα πώς θα γινόταν κάτι τέτοιο, όταν ο ίδιος της ο εαυτός της είχε απαγορεύσει μία και καλή να μην κοιτάζει την εικόνα του; Όταν το περιβάλλον της γινόταν καταπιεστικό, όταν όλοι την παρακολουθούσαν μήπως στραβοπατήσει, όταν οι αλυσίδες έσφιγγαν και την κρατούσαν κλειδωμένη σ' ένα πέτρινο γκρίζο κάστρο; 
  Έπρεπε, επιτέλους, να παίξει το παιχνίδι που το μυαλό της είχε δημιουργήσει, προκειμένου να ζήσει επιτέλους αυτό που ονειρευόταν. Να έχει την εικόνα του δίπλα της, έστω για μία στιγμή, να έχει την ευκαιρία να τον ακουμπήσει χωρίς τα μάτια, τον φόβο, το ανελέητο κυνηγητό της μικροαστής πραγματικότητας. Πώς θα το κατάφερνε αυτό; Και αν όλα όσα αισθανόταν ήταν μία αυταπάτη ή ακόμα ένα αποκύημα της φαντασίας της; Τουλάχιστον, θ' απελευθερωνόταν από την εικόνα του, παρ' όλο που στην ψυχή της το κενό θα μεγάλωνε και ίσως ν' αναζητούσε μία άλλη εικόνα. 
  Η τελική απόφαση είχε παρθεί. Έπειτα από μία γερή δόση μελωδίας, που συνήθως την ακολουθούσε στα όνειρά της, έδωσε διακριτικά το στίγμα της ότι βρισκόταν μόνη σ' ένα μέρος μακριά, αλλά τόσο κοντά για όποιον ήθελε να την βρει. Και ήλπιζε να την βρει αυτός. Τον ζητούσε. Δίψαγε να του μιλήσει, να την προσέξει, να την κοιτάξει, να την αγγίξει, να την πάρει μακριά από όλους και όλα. Ήταν ρίσκο, γιατί η ανταπόκριση δεν είναι έννοια δεδομένη και τα μηνύματα δεν είναι πάντα τόσο σαφή.  Δεν την ένοιαζε, όμως, πια. Το είχε αποφασίσει. Θα παραδεχόταν την ήττα της.
  Αφού αφιέρωσε χρόνο στην εμφάνισή της, μιας και αυτό ήταν φυσικό της προσόν, και φρόντισε να γίνει όσο πιο ελκυστική μπορούσε, περπατούσε αργά στα σοκάκια της πόλης τρέμοντας ότι είχε προκαλέσει άσχημα την τύχη της. Τα τακούνια της χτυπούσαν το έδαφος γρήγορα και ρυθμικά, όπως εξάλλου είχε αρχίσει και η καρδιά της να συντονίζεται στο βήμα. Μπήκε στον χώρο, που με διακριτικότητα του είχε μαρτυρήσει, και περίμενε. Με αμηχανία παρήγγειλε ένα ποτό, τόσο δυνατό, που ήλπιζε ότι με αυτό θα σταματούσε, αμέσως, το ρίγος που την είχε κυριεύσει. Το βλέμμα της έπεσε πάνω σε ένα κερί στολισμένο με λουλούδια, που τρεμόπαιζε σαν την αγωνία της. Η ώρα κυλούσε χωρίς καμία εξέλιξη. Είχε πλέον απογοητευτεί. Είχε αρχίσει να μαλώνει το μυαλό της που το άφησε αχαλίνωτο, που του επέτρεψε να φτιάξει εικόνες. Μάλωνε την ίδια της την φύση, που αφέθηκε σε μία εικόνα, που παρασύρθηκε από ένα όνειρο χωρίς να έχει την παραμικρή ελάχιστη απόδειξη, το παραμικρό ελάχιστο σημάδι ενδιαφέροντος ως προς αυτήν.
  Μετά το πρώτο ποτό, ακολούθησε ένα δεύτερο δυνατότερο κόκκινο κρασί για να την παγώσει, για να μην αισθάνεται τίποτα και να ξεχάσει το μεγάλο της φιάσκο. Εκεί κύλησε ένα δάκρυ στο μάγουλό της τόσο ζεστό, όσο και η εικόνα που είχε πλάσει γι αυτήν και αυτόν. Το κερί κόντευε να σβήσει, όπως και η ίδια. Με όση δύναμη της είχε απομείνει, σήκωσε το βλέμμα της προς τον μπαρτέντερ, ο οποίος κυριολεκτικά την είχε συμπονέσει βλέποντάς την να μαραζώνει, να χάνει και το τελευταίο χρώμα που της έδωσε ο θεός. Γυρίζοντας προς την τσάντα της και με τα όνειρα χαμένα, ένα χέρι την ακούμπησε στην πλάτη. Έστριψε ξαφνικά τον κορμό της και τον είδε. Στεκόταν εκεί μπροστά της, ψηλός, όμορφος με διαπεραστικά μάτια, με την τόσο σαγηνευτική αύρα του να την κοιτά, να την ακουμπά, να την αγκαλιάζει. 
"Το μυστικό μας είναι ασφαλές." 
"Κανείς δεν θα μπει στον κόσμο μας"
"Δεν θα ζούμε μία ζωή με φόβο"
 Τρεις προτάσεις που επιβεβαίωσαν τις σκέψεις της, που δεν πρόδωσαν το μυαλό της, την εικόνα της γι' αυτόν. Είχε πια την ευκαιρία να τον αγγίξει, να τον αγκαλιάσει, να τον πάρει μακριά και να δει τα μάτια του να λάμπουν ακόμα παραπάνω. Ήρθε η ώρα ν' αφήσει για τα καλά πίσω της το παιχνίδι του μυαλού και να ζήσει μαζί του. Να ζήσει μαζί του τόσο δυνατά, τόσες ώρες, τόσες στιγμές, όσο ο θεός Έρωτας της επέτρεπε, όσο το χάος θα έφερνε την αρμονία, την κόλαση, τον παράδεισο, την πραγματική επιθυμία....... 
   
Μία εικόνα, χίλιες σκέψεις, συναισθήματα που ξεπηδούν σαν τρελά. Πώς μπορούμε να ξέρουμε, αν όλα είναι αλήθεια ή απλά ένα παιχνίδι του μυαλού; Απάντηση καμία. Σςςςςς. Ίσως θέλει τόλμη, ρίσκο και προσπάθεια. Ίσως; 
Δεν ξέρω.  Ίσως...πολλά ίσως! (to be continued)  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου