Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Ψυχή, πού είσαι;

   Κάποτε, πριν από πάρα πολλά χρόνια, υπήρχαν γειτονιές μεγάλες, από τις οποίες περνούσες και μύριζες τα νόστιμα φαγητά των νοικοκυρών, που άκουγες τις φωνές των παιδιών, που έπαιζαν έως αργά το βράδυ. Πήγαινες στα σπίτια, που όλα είχαν αυλές γεμάτες όμορφες γλαστρούλες και δεν υπήρχε μέρα που να μην έβγαινες έξω και να έλεγες έστω μία καλημέρα. Και πήγαινες καλά στην δουλειά, γιατί είχες κέφι. Ερχόσουν το μεσημέρι και ένιωθες γεμάτος, έστω και αν δεν είχες πλούτη. Ξαναέλεγες, όμως, καλησπέρα. Το απόγευμα, αφού τελείωνες όλες τις υποχρεώσεις σου, είχες τον χρόνο να νιώσεις άνθρωπος κάνοντας περιπάτους ή διαβάζοντας ένα όμορφο βιβλίό ή συναντώντας καλούς φίλους. Και το βράδυ έπεφτες ήρεμος για ύπνο, αφού έλεγες πάντα καληνύχτα σε ένα τουλάχιστον άτομο. 
Στιγμές γνώριμες για όσους τις ζήσαμε, έστω και για λίγο, εκείνη την εποχή ως βιοπαλαιστές ή θεατές της καθημερινότητας των γονιών μας. Μια εποχή, που παρ' όλες τις δυσκολίες της, επικοινωνούσες, ένιωθες γεμάτος ανθρωπιά. 
   Με την πάροδο του χρόνου, τα σπίτια αντικαταστάθηκαν από πολυκατοικίες,  οι γειτονιές μίκρυναν, οι μυρωδιές απομακρύνθηκαν. Ο κόσμος άρχισε να κλείνεται στον εαυτό του. "Γιατί να πω την καλημέρα, όταν εγώ είμαι καλύτερος και θα βγάλω περισσότερα χρήματα σήμερα;", άκουγες σιωπηλά να βγαίνει χαμηλόφωνα από την σκέψη ανθρώπων. 
   Και από τα λίγα, φτάσαμε στα πολλά. Η απόλυτη ευημερία, η άνεση σε όλους τους κοινωνικούς τομείς, η δόξα !! Η δόξα, είπα; Ποια δόξα; 
Να κυνηγούν την καταξίωση, την πολυτέλεια, την κατάκτηση των πάντων, αφήνοντας έξω κλειδωμένη μία λέξη που κάποτε άλλαζε το νόημα της ζωής. Ψυχή. 
Τέσσερα γράμματα, που από αυτά ξεπηδούσαν άλλα χίλια ενωμένα να φτιάξουν τόσες λέξεις. Αγάπη, έρωτας, πάθος, φιλία, βοήθεια, χαρά, λύπη.  Λέξεις τόσο μικρές σε έκταση, τόσο μεγάλες σε σημασία που έπαιρναν μορφή και κυριαρχούσαν με έναν μόνο τρόπο. Την επικοινωνία. 
 `Οταν η ψυχή, όμως, ξεχάστηκε στα αζήτητα, τελείωσε η επικοινωνία. 
  Νιώθω ότι παγώσαμε, ότι γίναμε αόρατοι. Δεν βλέπουμε, δεν αισθανόμαστε, δεν αντιδρούμε, δεν μαλώνουμε. Μόνο ως αρπακτικά περιμένουμε τη λεία μας, για να επιβιώσουμε σε αυτή την άχρωμη, άοσμη, ανέραστη εποχή. Την εποχή της κρίσης, της κρίσης στην ψυχή......
Τόσο δυσοίωνα όλα πια; `Ολοι έτσι γίναμε; Μα όλοι; Τρομακτικό στην σκέψη.......
   Και εκεί που περπατούσα σκεπτόμενη το πόσο "εκτός" είμαστε, αφού ξεχάσαμε την ουσία, άκουσα ξαφνικά φωνές παιδιών που έπαιζαν αμέριμνα σε μία γειτονιά. Αμέσως, η καρδιά μου άρχισε να χτυπά, να ελπίζει ότι δεν έχουν τελειώσει όλα. Υπήρχαν ακόμα γειτονιές; Γιατί δεν τις έβλεπα; Πού είχα χαθεί τόσο καιρό;
  Μου ήρθε η ανάγκη να τηλεφωνήσω σε σένα, στον άλλον, στον διπλανό, να του πω μια καλησπέρα......Το έκανα κι ας φάνηκα στην αρχή γελοία. Δεν με πίστεψαν ότι τους θυμήθηκα, αλλά ότι κάτι ήθελα από αυτούς. Δεν σταμάτησα. Έκανα και δεύτερο τηλεφώνημα, την επόμενη ημέρα. Ακόμα δυσπιστία...... Έπρεπε να επιμείνω κι άλλο. Δεν το έβαλα κάτω. Ήταν μία αρχή. Η αρχή μιας  νέας επικοινωνίας που, αν ξεκινούσε και από άλλους, θα έσπαγε ο πάγος, θα κέρδιζε η ψυχή. Θα κερδίζαμε εμείς.
   Μπορεί η πραγματικότητα να είναι σκληρή, η κοινωνία να έχει εξαγριωθεί, αλλά η ψυχή δεν έχει εξαφανιστεί. Κρύβεται καλά σε ένα σεντούκι, όπως η Πανδώρα έκρυψε την ελπίδα, και περιμένει από εμάς να το ανοίξουμε. Δεν θα μας απογοητεύσει ποτέ και θα κυλήσει με ένταση το αίμα στις φλέβες μας δίνοντας μας τη δύναμη ν' αγαπούμε, να ερωτευόμαστε, να παθιαζόμαστε, να έχουμε φίλους, να βοηθούμε, να χαιρόμαστε, να λυπόμαστε, να λέμε καλημέρα, να είμαστε ζωντανοί και ΑΝΘΡΩΠΟΙ!!!!!!!!   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου